Γράφει ο Ceteris Paribus
Σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη στο μνημονιακό παρελθόν, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, η τρέχουσα τρίτη αξιολόγηση του δεύτερου ελληνικού προγράμματος «πηγαίνει τρένο». Οι έπαινοι και τα χαμόγελα περισσεύουν, στην Ουάσινγκτον, στις Βρυξέλλες, ακόμη και στο Βερολίνο! Το κλίμα παραπέμπει στη λαϊκή θυμοσοφία: Μπορούμε να ρωτήσουμε «γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά, πατέρα;». Και να απαντήσουμε «κάποιο λάκκο έχει η φάβα». Ας δούμε ποιον.
Ένας περιφερειακός -από την άποψη του ρόλου και της ισχύος που διαθέτει- Ευρωπαίος αξιωματούχος, ο Jens Bastianπρώην μέλος της Task Force της Κομισιόν για την Ελλάδα, σε πρόσφατη συνέντευξή του έθεσε τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, λέγοντας ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους εκτός προγράμματος είναι ένα «μυστήριο» που δεν κατανοεί – οι αξιωματούχοι που δεν έχουν ισχυρούς λόγους να μιλούν παραπλανητικά ή με γρίφους, λένε και καμιά αλήθεια…
Πράγματι, εφαρμόζοντας τον κανόνα πως σε κάθε σημαντικό ζήτημα πρέπει να διακρίνουμε τα θεμελιώδη μεγέθη από τον επικοινωνιακό «θόρυβο» και τις πολιτικές μανούβρες, στην περίπτωση του «ελληνικού ζητήματος», τα θεμελιώδη ζητήματα είναι το δημόσιο χρέος και οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.Όποιος θέλει να δει την αλήθεια, πρέπει να την αναζητήσει στην πορεία αυτών των δύο θεμελιωδών μεγεθών.
Το «μυστήριο» της βιωσιμότητας του χρέους
Ακόμη και η πλέον στοιχειώδης ανάλυση δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά ότι το 2010 η Ελλάδα χρεοκόπησε ντε φάκτο, αφού αποκλείστηκε η πρόσβασή της στις αγορές εξαιτίας πρωτίστως του υψηλού χρέους, που όταν εισήλθε στα μνημόνια, ανερχόταν σε περίπου 125% του ΑΕΠ. Βεβαίως, οι αγορές τότε «μέτρησαν» και το υψηλό έλλειμμα του προϋπολογισμού. Τα μνημόνια ήρθαν με διακηρυγμένο στόχο για να διορθώσουν τα πράγματα όσον αφορά το έλλειμμα του προϋπολογισμού και να δημιουργήσουν στη θέση των ελλειμμάτων πρωτογενές πλεόνασμα ικανό να καλύπτει τουλάχιστον τα ετήσιες δαπάνες για τόκους. Σε αυτή τη φόρμουλα, ο μεγάλος χαμένος ήταν οι ρυθμοί ανάπτυξης: η μνημονιακή «θεραπεία» προκάλεσε σωρευτικές απώλειες στο ΑΕΠ ίσες με 26%. Είτε είχαν προβλεφθεί αυτές οι απώλειες είτε όχι (λόγω λάθους στους υπολογισμούς των περιβόητων πολλαπλασιαστών, όπως ισχυρίστηκε αυτοκριτικά εκ των υστέρων το ΔΝΤ), το γεγονός αυτό ευθύνεται για μύρια όσα δεινά, αλλά και για το μεγάλο «παράδοξο»: ενώ κατά δήλωση των πάντων η λεγόμενη «δημοσιονομική μεταρρύθμιση» ολοκληρώνεται με επιτυχία και ο στόχος για την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων φαίνεται να επιτυγχάνεται, το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί κατά 44% σε σχέση με το 2010! Ακόμη χειρότερα: έχει χαθεί το 26% του προ των μνημονίων ΑΕΠ και οι προβλεπόμενοι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μέχρι το 2050 προβλέπεται «επισήμως» ότι θα κυμαίνονται μεταξύ 1 και 1,3% ετησίως. Πριν ξεσπάσει η κρίση το 2009 και κορυφωθεί το 2010, οι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν πάνω από 3%, το δε δημόσιο χρέος κυμαινόταν περί το 100% του ΑΕΠ επί σχεδόν μία δεκαπενταετία: από το 1994 μέχρι το 2007.
Το παράδοξο λάμπει μπρος στα μάτια μας: πώς γίνεται η Ελλάδα να βγει «αυτοδύναμα» στις αγορές και να καλύψει το σύνολο των χρηματοδοτικών της αναγκών με χρέος λίγο κάτω από 180% του ΑΕΠ και με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1-1,3% του ΑΕΠ; Πώς είναι δυνατόν οι αγορές να θεωρήσουν βιώσιμο ένα τέτοιο χρέος και να το αναχρηματοδοτούν με βιώσιμα επιτόκια;
Και δεν είναι μόνον αυτό, αλλά τώρα εμφανίζεται και ένα πρόβλημα που τόσο καιρό υπέβοσκε: το ιδιωτικό χρέος. Που όχι μόνο κυμαίνεται σε δυσθεώρητα για μια τόσο εξασθενημένη οικονομία ύψη, αλλά άρχισε να σκάει»:
Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο: 100 δισ. ευρώ (το 2014 ήταν «μόλις» 62 δισ. ευρώ)
Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία: 30 δισ. ευρώ.
Μη εξυπηρετούμενα («κόκκινα») δάνεια στις τράπεζες: 106 δισ. ευρώ.
Σύνολο, 236 δισ. ευρώ = 130% του ΑΕΠ.
Αν προσθέσουμε και τα 320 δισ. ευρώ του δημόσιου χρέους, ο λογαριασμός των χρεών που βαρύνουν την οικονομία ανεβαίνει σε 556 δισ. ευρώ = 310% του ΑΕΠ.
Τι εγγυήσεις διαθέτουμε έναντι αυτού του χρέους; Ένα ΑΕΠ 180 δισ. ευρώ που θα αυξάνεται με αναιμικούς ρυθμούς 1-1,3% ετησίως, καταθέσεις 120 δισ. ευρώ (λίγο μεγαλύτερες από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και λίγο μεγαλύτερες από το ύψος των «κόκκινων» δανείων) και μια δημόσια περιουσία που το «ρευστοποιήσιμο» τμήμα της δεν ξεπερνά τα 10-15 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, ενώ το ιδιωτικό χρέος μέχρι σήμερα υπέβοσκε, τώρα αρχίζει να «σκάει»: τα ΑΦΜ που έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο αγγίζουν τα 4 εκατ., σε σύνολο 6,2 εκατομμυρίων κωδικών. Για 1,6 εκατ. από αυτά τα 4 εκατ. ΑΦΜ με ληξιπρόθεσμες οφειλές έχουν ήδη κινηθεί διαδικασίες αναγκαστικής είσπραξης (κατασχέσεις, πλειστηριασμοί), κυρίως από το Δημόσιο και από τράπεζες, ενώ μπαίνουν στο χορό και οργανισμοί του Δημοσίου.
Ένα μεγάλο τμήμα του παραγωγικού δυναμικού (εργαζόμενοι, αυταπασχολούμενοι) είναι καθηλωμένο και με υποθηκευμένο οικονομικό μέλλον λόγω πάσης φύσεως χρεών.
Ποιος οίκος αξιολόγησης του χρέους θα ανακηρύξει βιώσιμο ένα τόσο δυσβάστακτο χρέος «φορτωμένο» σε μια τόσο εξασθενημένη οικονομία; Ποιος θεσμικός επενδυτής, ιδιωτικό ή κρατικό fund θα επενδύσει ξανά στην αναχρηματοδότηση αυτού του χρέους χωρίς να ζητήσει σαν εγγύηση υψηλό επιτόκιο; Ιδού το πρόβλημα που δεν μπορεί να παρακαμφθεί από κανέναν, όχι μόνο από την κυβέρνηση αλλά και από τους δανειστές.
Ποιος είναι ο εγγυητής και ποιες οι εγγυήσεις;
Αν έτσι έχουν τα πράγματα (όποιος έχει άλλη γνώμη, θα δεχτούμε αντίλογο, αρκεί να είναι τεκμηριωμένος), τότε μόνο με μία προϋπόθεση θα επενδύσουν ξανά οι αγορές στο ελληνικό χρέος με λογικά επιτόκια: αν οι δανειστές παράσχουν ισχυρές εγγυήσεις για το ελληνικό χρέος. Όλη η συζήτηση για το πλαίσιο της εξόδου από το πρόγραμμα και τη μορφή της επιτήρησης ύστερα από αυτό, αφορά αυτό ακριβώς το ζήτημα: τη μορφή των εγγυήσεων των δανειστών προς τις αγορές. Και η μόνη διαπραγμάτευση που γίνεται γι’ αυτό, γίνεται μεταξύ των δανειστών!
Μη ξεχνάμε πως όταν οι αγορές «τα στήλωσαν» την άνοιξη του 2010 διακόπτοντας τη χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους, το ΔΝΤ και η ευρωπαϊκή τρόικα ανέλαβαν να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο εγγυήσεων προς τις αγορές, αναλαμβάνοντας προσωρινά αυτοί οι ίδιοι τα βάρη της χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους. Δεν είχαν σκοπό να αναλάβουν αυτά τα βάρη… αιωνίως! Τώρα είναι η στιγμή για να «σπρώξουν» τον Έλληνα ασθενή ξανά στις αγορές, τώρα που έχουν παραχθεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που η Ελλάδα έχει δεσμευτεί στην παραγωγή τέτοιων πλεονασμάτων μέχρι το 2050 και που η ελληνική οικονομία βγαίνει από την ύφεση. Γνωρίζουν ότι από την Ελλάδα δεν μπορούν να περιμένουν μεγαλύτερα θαύματα. Όσο για την ευρωπαϊκή και διεθνή συγκυρία, επίσης δεν μπορούν να περιμένουν καλύτερες στιγμές από μια ευρωπαϊκή και διεθνή συντονισμένη οικονομική ανάκαμψη που πολλοί προφητεύουν ότι δεν είναι παρά η νηνεμία πριν την νέα καταιγίδα. Επειδή λοιπόν δεν έχουν σκοπό να γίνουν οι αιώνιοι ανάδοχοι του ελληνικού χρέους, επειδή «ανέλαβαν» εξαρχής με στόχο την «εξυγίανση» και την επιστροφή του «Έλληνος ασθενούς» στις αγορές, τώρα είναι η στιγμή.
Αυτός είναι ο πρώτος βασικός λόγος που εμφανίζονται τόσο «συνεργάσιμοι», «γλυκείς» και με διάθεση «συμβιβασμού»: τώρα, δεν θέλουν να χαλάσει η «δουλειά», γιατί δεν θέλουν να χαθεί η στιγμή. Ο δεύτερος βασικός λόγος είναι η ευρωπαϊκή πολιτική συγκυρία (νέοι πολιτικοί συσχετισμοί στη Γερμανία και σε άλλες χώρες, που καθιστούν σχεδόν ανέφικτο να περάσει από τα Κοινοβούλιά τους ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα προς την Ελλάδα κάνει σχεδόν απαγορευτικό ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα προς την Ελλάδα). Για όσο διάστημα ο στόχος ήταν ένα νέο σκληρό μνημόνιο και υπήρχε η πολιτική άνεση ενός νέου χρηματοδοτικού προγράμματος, οι δανειστές «πουλούσαν σκληράδα». Τώρα, «πουλάνε» επαίνους… Οι έπαινοι απευθύνονται στην Ελλάδα, για να ακούνε οι αγορές…
Το πράγμα λοιπόν έχει ως εξής:
Οι δανειστές έχουν αποφασίσει ότι τώρα είναι η στιγμή να «σπρώξουν» ξανά την Ελλάδα στις αγορές. Επιπλέον, για δικούς τους πολιτικούς λόγους, θέλουν «καθαρή έξοδο» της Ελλάδας στις αγορές. Γνωρίζουν και οι ίδιοι ότι το ελληνικό πρόβλημα αναπόφευκτα θα «ξανασκάσει» αργότερα. Αλλά κατά την προσφιλή τους συνήθεια «κλοτσάνε το τενεκεδάκι λίγο μακρύτερα»…
Η ελληνική κυβέρνηση βολεύεται από μια τέτοια «καθαρή έξοδο» – για προφανείς λόγους. Τα πιο οξυδερκή -ή απλώς καλά ενημερωμένα- κυβερνητικά στελέχη γνωρίζουν επίσης ότι αυτή η έξοδος ούτε καθαρή είναι ούτε μόνιμη. Αλλά ποια ελληνική κυβέρνηση θα έλεγε όχι στα πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη εν ονόματι μακροπρόθεσμων συμφερόντων; Συμπράττει λοιπόν μετά χαράς στη σκηνοθεσία των δανειστών. Εξάλλου, η «καθαρή έξοδος» είναι το τέλειο επιχείρημα για να χρισθεί σωτήρια η λήψη νέων μέτρων και η δέσμευση σε ένα νέο πρόγραμμα «μεταρρυθμίσεων».
Τέλος, οι αγορές θέλουν να επενδύσουν ξανά στο ελληνικό χρέος, αλλά ζητούν στιβαρές εγγυήσεις για να δώσουν «λογικά» επιτόκια. Το πλαίσιο της επιτήρησης, τα συμφωνηθέντα πρωτογενή πλεονάσματα και το όποιο «τελικό» πρόγραμμα «μεταρρυθμίσεων» είναι τέτοιου είδους εγγυήσεις. Όμως δεν είναι αρκετό. Ο μετασχηματισμός του ESM σε «ευρωπαϊκό ΔΝΤ» είναι μια επιπλέον εγγύηση – εξασφαλίζει την… αυτεπάγγελτη κινητοποίηση του ESM χωρίς τα προσκόμματα των πολιτικών συσχετισμών, σε περίπτωση που υποτροπιάσει ο «Έλλην ασθενής». Αλλά ούτε αυτό είναι αρκετό: πρέπει κάτι να γίνει με το ίδιο το χρέος ή να δοθεί και κάποια επιπλέον εγγύηση. Όλη η ειδησεογραφία και το ρεπορτάζ των ημερών (σπεύδω να προειδοποιήσω ότι δεν πρέπει να το πάρουμε τοις μετρητοίς – είναι αυτά που θέλουν να ξέρουμε, όχι κατ’ ανάγκη αυτά που θα συμβούν…) αφορούν αυτές τις επιπλέον εγγυήσεις.
Για όλα αυτά όμως θα μιλήσουμε προσεχώς. Προς το παρόν χρωστάμε μια απάντηση: ποιος είναι ο «λάκκος στη φάβα»; Και η απάντηση είναι απλή: οι δανειστές ούτε θέλουν ούτε μπορούν να παράσχουν πλήρεις εγγυήσεις, αφενός επειδή κοιτούν τα δικά τους συμφέροντα και αφετέρου επειδή ο «Έλλην ασθενής» είναι από μόνος του αφερέγγυος για μεγάλες εγγυήσεις… Απλούστατα δεν μπορείς να πείσεις κανέναν ότι κάποιος που μόλις βγήκε από την εντατική θα γίνει τακτικός αιμοδότης…
Έτσι, βαδίζουμε πλησίστιοι προς μια «καθαρή έξοδο» που θα έχει χαρακτήρα και αυταπάτης και πολιτικής σκηνοθεσίας, με αρχισκηνοθέτη από το Βερολίνο. Μια «καθαρή έξοδο» με ημερομηνία λήξης. Ύστερα από την οποία, μας περιμένει μια νέα υποτροπή και ακόμη μεγαλύτερα δεινά…
Η δόξα όπως και οι εντυπώσεις είναι εφήμερες. Τα προβλήματα είναι αιώνια…