Σήμερα κλείνω 3 χρόνια στο εξωτερικό, μετανάστης, όπως οι παππούδες μου τη δεκαετία του ’50. Η ιστορία που ακολουθεί είναι ένας απολογισμός και μια εξομολόγηση συνάμα, με πράγματα που ελάχιστοι ξέρουν για μένα.
Πήρα την απόφαση να φύγω όταν άρχισα..να λυπάμαι τον εαυτό μου. Ήμουν 26 χρονών, ότι είχα τελειώσει το στρατό, έμενα ξανά με τους γονείς μου κι είχα περάσει το καλοκαίρι μου δουλεύοντας σερβιτόρος στην οικογενειακή επιχείρηση που είχαμε ανοίξει (η οποία μετά από ένα χρόνο έκλεισε, αδυνατώντας να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις της κρίσης και του all-inclusive τουρισμού).
Ένιωθα πως μετά από 8 χρόνια, ήμουν πάλι στο μηδέν. Ένιωθα σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Δεν την μπορούσα την ανεργία. Εξοντωτική, εξευτελιστική. Και μιλάω χωρίς καμιά διάθεση προσβολής προς οποιονδήποτε άνεργο. Έτσι ένιωθα εγώ όμως και αυτό απλά περιγράφω.
Άρχισα να κάνω αιτήσεις στην Αγγλία, κυρίως επειδή δεν ήξερα άλλη γλώσσα, πέρα από κάτι λίγα ιταλικά. Κάνα μήνα αργότερα, ήρθε η πρώτη (και τελευταία) πρόσκληση σε συνέντευξη. Έκλεισα αεροπορικά εισιτήρια και έφυγα. Έτυχε να είναι μία κακή βδομάδα για την Αγγλία, με δρομολόγια αεροπλάνων και τρένων να ακυρώνονται λόγω βαριάς και συνεχούς χιονόπτωσης. Τα κατάφερα όμως και έφτασα στο Bournemouth, μια νότια, παραθαλάσσια πόλη στην περιοχή του Dorset.
Ήμουν τότε πτυχιούχος Ψυχολογίας, με μεταπτυχιακό στην «Ψυχολογία και ΜΜΕ». Ο τίτλος της θέσης: support worker. Ελάχιστα ήξερα για τα καθήκοντα ενός support worker, αλλά θα μάθαινα πολύ γρήγορα. Μια μείξη νοσοκόμου, εργοθεραπευτή και ψυχολόγου. Τα καθήκοντα πολλά, από το να αλλάζεις πάνες σε ηλικιωμένους με αυτισμό μέχρι να τους πηγαίνεις για bowling.
Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα έκανα κάτι τέτοιο. Το έκανα όμως. Και το έκανα αδιαμαρτύρητα. Κανείς από τους φίλους μου δεν ήξερε όλη την αλήθεια. Tη μαθαίνουν τώρα. Ήξερα ότι θα ακουγόταν περίεργο ότι έγινα μετανάστης για να αλλάζω πάνες.
Εγώ όμως ένιωθα ότι προσέφερα σε αυτούς τους ανθρώπους κάτι καλό, βγάζοντας, παράλληλα, τα δικά μου λεφτά. Ήμουν ανεξάρτητος. Τότε κατάλαβα ότι καμιά δουλειά δεν ήταν ντροπή. Ντροπή είχα νιώσει στην ζωή μου μόνο όταν δεν προσέφερα τίποτα και ζητούσα από τους γονείς μου λεφτά για να βγω για καφέ.
To “Keep calm and carry on” ήταν μια αφίσα του 1939 που είχε κυκλοφορήσει από τη Βρετανική κυβέρνηση σε περιορισμένα αντίτυπα σε μια προσπάθεια να ανυψώσει το ηθικό στις μεγάλες πόλεις, όπου ανέμεναν αεροπορικές επιδρομές. Δεν ξέρω αν βοήθησε τότε, αλλά σίγουρα βοήθησε εμένα, που κατέβαινα στην κουζίνα κάθε πρωί και την έβλεπα κρεμασμένη στον τοίχο, να μου μιλάει.
Έμενα σε ένα δωμάτιο που ήταν μικρότερο κι από το χωλ που είχα στο φοιτητικό μου διαμέρισμα. Είχα βάλει σκοπό να φύγω από το Bournemouth και γι’ αυτό δεν έκανα παρέες. Επί 9 μήνες ήμουν δουλειά-σπίτι, σπίτι-δουλειά. Βρήκα την ευκαιρία να δουλέψω τα γραπτά μου και να εκδώσω δωρεάν μια συλλογή διηγημάτων και το μυθιστόρημά μου. Με τα λεφτά που έβγαζα, έδωσα το τελευταίο για μετάφραση και το δημοσίευσα και στα Αγγλικά, στο Amazon.
Μπορεί καθημερινά να άλλαζα πάνες σε έναν 60χρονο παππού, αλλά έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα, δημοσίευα τα κείμενά μου και είχαν ανταπόκριση. Το μεγαλύτερο παράδοξο που βίωσα ποτέ. Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου όμως που ήμουν τόσο προσηλωμένος σε κάτι.
Μετά και τη δημοσίευση του μυθιστορήματος στα Αγγλικά, 8 μήνες ήδη στο Bournemouth, έβαλα στόχο να βρω δουλειά στο Λονδίνο. Έστειλα 5 αιτήσεις. Πήγα σε 3 συνεντεύξεις. Στην τελευταία είπα ότι, αν δε με έπαιρναν, θα έμενα εκεί που ήμουν και θα τελείωνα το επόμενο μυθιστόρημά μου. Και μόλις τελείωνα, θα έφευγα. Για οπουδήποτε.
Με προσέλαβαν τελικά και ήρθα στο Λονδίνο, όπου τον περασμένο Δεκέμβρη έκλεισα 2 χρόνια, δουλεύοντας σε πτέρυγα ψυχικής υγείας, περιβάλλον όχι πολύ ευχάριστο αρκετές φορές. Μπορεί πλέον να μην άλλαζα πάνες, αλλά είχα άλλα καθήκοντα, που αν τα έβλεπα σε ταινίες, θα με έπιανε η ψυχή μου. Εδώ και δύο μήνες, είμαι στα κεντρικά του οργανισμού, δουλεύοντας σαν Distance Learning Coordinator. Δουλειά γραφείου για μερικούς μήνες μόνο. Τον Απρίλη μάλλον θα επιστρέψω στην πτέρυγα. Θα δούμε.
Έγιναν πολλά αυτά τα τρία χρόνια. Ταξίδεψα στο Λουξεμβούργο, στην Αυστρία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στη Νορβηγία, στην Αργεντινή, στη Γη του Πυρός. Όλα τα ενδοευρωπαϊκά ταξίδια σε φίλους, με εισιτήρια low budget.
Γνώρισα ενδιαφέροντας ανθρώπους. Γεύτηκα διαφορετικές κουζίνες. Έκανα όμορφες βόλτες. Γνώρισα την κοπέλα μου και μένουμε μαζί. Υπέγραψα συμβόλαιο με εκδοτικό οίκο. Έφτιαξα το site. Φτιάχνω άλλο ένα. Δουλεύω ακόμα το μυθιστόρημα εκείνο που θα τελείωνα πριν 2 χρόνια.
Το Λονδίνο είναι μια μεγάλη πόλη. Ακριβή. Πολύ ακριβή και οι μισθοί μικροί. Ο δικός μου, στο αγγλικό σύστημα υγείας, είναι κατώτερος από το μέσο όρο των £26,500 (€32.200) προ φόρων. Δε σου μένει τίποτα στην άκρη. Και αυτό χωρίς να κάνεις ιδιαίτερες σπατάλες, με το 60% να πηγαίνει κατευθείαν για το σπίτι και τη μηνιαία κάρτα μεταφορών.
Οι περισσότεροι φίλοι μου νομίζουν ότι τους κοροϊδεύω. ‘Οπως και οι περισσότεροι στην Ελλάδα, νομίζουν ότι, επειδή μένεις στην Αγγλία, ζεις όπως οι χαρακτήρες του Παπακαλιάτη. Καμία σχέση όμως. Οι Έλληνες του Λονδίνου είναι χιλιάδες. Πολλοί εργάζονται σε τράπεζες, σε πολυεθνικές, σε εταιρείες ΙΤ. Βγάζουν καλά λεφτά, αλλά δουλεύουν όλη μέρα. Εγώ δουλεύω φυσιολογικές ώρες, αλλά δε βγάζω ούτε καν τα μισά.
Υπάρχουν όμως στ’ αλήθεια οι Ελληνάρες του Λονδίνου. Αυτοί που είναι 10 χρόνια εδώ και μιλάνε ακόμα σπαστά Αγγλικά, που ψωνίζουν μόνο μάρκες, που ντύνονται καλά για να πάνε για καφέ, που κράζουν τη χώρα που τους φιλοξενεί για τα πάντα, που σκέφτονται συνέχεια τις καλοκαιρινές διακοπές στην Ελλάδα, αλλά όποτε επιστρέφουν, το παίζουν κοσμογυρισμένοι και μιλάνε για το Λονδίνο σαν να είναι η Γη της Επαγγελίας.
Δεν είμαστε όλοι έτσι. Απλά αυτοί κάνουν περισσότερο θόρυβο και ακούγονται.
Δεν ξέρω για άλλες χώρες, αλλά σε μια τόσο ταξική κοινωνία όπως η Αγγλική, και ειδικά σε μια πόλη όπως το Λονδίνο, είναι δύσκολο και να ζήσεις αξιοπρεπώς και να βάλεις στην άκρη λεφτά. Γι’ αυτό και, 3 χρόνια μετά, δουλεύοντας στον κακοπληρωμένο ανθρωπιστικό τομέα, όχι απλά δεν έχω λεφτά στην άκρη, αλλά έχω και μια χρεωμένη πιστωτική κάρτα. Δε μετανιώνω, όμως, γιατί δεν μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικά. Τι να θυσίαζα; Τις 180 λίρες για ένα σαββατοκύριακο στη Νορβηγία; Ή τις 10 λίρες που πληρώνω για μια πίτσα;
Απλά δεν καταλαβαίνω πού θα με βγάλει αυτός ο δρόμος. Ποιο είναι το νόημα να είσαι μετανάστης και ό,τι βγάζεις να το δίνεις; Μπορεί να κερδίζεις πολλά σε εμπειρίες, αλλά δε θα καταφέρεις ποτέ να τις ρευστοποιήσεις για να πληρώσεις τους λογαριασμούς σου.
Δεν είναι εύκολο να ζεις στο εξωτερικό. Σε αντίθεση με 50-100 χρόνια πριν, πλέον η κρίση είναι παγκόσμια. Όπου και να πας, βρίσκεις είτε ανεργία και χαμηλούς μισθούς είτε υψηλούς μισθούς και υψηλό κόστος ζωής ταυτόχρονα. Και παράλληλα έχεις να αντιμετωπίσεις τους διάφορους αστικούς μύθους: στο εξωτερικό, αυτόν του χρεοκοπημένου και τεμπέλη Έλληνα. Στο εσωτερικό, αυτόν του καλοπερασάκια νεομετανάστη που κλαίγεται χωρίς λόγο.
Παρ’ όλα αυτά, δε θα γύριζα στην Ελλάδα. Εκτός από την ανεργία, θα είχα να αντιμετωπίσω και το συντηρητισμό, τη διαφθορά, τον ωχαδερφισμό, τον ερασιτεχνισμό, το ψευτοβόλεμα. Βλέπω, ωστόσο, ότι γίνονται όμορφες κινήσεις και μπράβο σε αυτούς που τις επιχειρούν. Ελπίζω να κρατήσουν, αν και είμαι απαισιόδοξος. Η χώρα αυτή, φοβάμαι, είναι μια μαύρη τρύπα που ρουφάει τα πάντα. Μια Σειρήνα που σε καλεί με το τραγούδι της και μόλις πας κοντά σε τσακίζει.
Επιμύθιο: τρία χρόνια μετανάστης, ο απολογισμός είναι θετικός. Όχι όμως τόσο θετικός όσο πίστευα κάποτε. Αυτό που αναρωτιέμαι είναι αν είμαι η εξαίρεση ή αν έτσι νιώθουν και άλλοι νέοι που ζουν εκτός Ελλάδας.