Ο κίνδυνος εκτουρκισμού της Κύπρου
Το Κυπριακό ως δίλημμα δημογραφικής ασφάλειας
By
Ιωάννης ΚωτούλαςΗ συζήτηση για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος κατά κανόνα πραγματοποιείται βάσει μιας βραχυπρόθεσμης οπτικής σε επίπεδο ιστορικού χρόνου και περιοριστικής σε επίπεδο δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται θέματα όπως η ποσοστιαία κατανομή της επικράτειας μεταξύ των δύο πληθυσμών στην Κύπρο, και θεσμικά ζητήματα για την οργάνωση και λειτουργία του κρατικού σχηματισμού. Σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις απουσιάζει η μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη οπτική και ο προβληματισμός για τα μελλοντικά ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού της ενιαίας Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ανιστορική πρόσληψη των πληθυσμών και του γενικότερου πλαισίου της γεωστρατηγικής αντιπαράθεσης στην Κύπρο μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στοιχείου οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Ενδεχόμενη επανένωση της Κύπρου, η οποία πλέον θα διαθέτει υψηλό ποσοστό ισλαμικού τουρκογενούς πληθυσμού θα επιφέρει, σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, τον γεωστρατηγικό αναπροσανατολισμό της Κύπρου προς την Τουρκία. Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, η συμπερίληψη στις θεσμικές δομές του διευρυμένου τουρκογενούς πληθυσμού είναι δυνατόν να καταλήξει στον εθνοτικό εκτουρκισμό και τον πολιτισμικό εξισλαμισμό της νήσου σε βάθος μερικών μόνο γενεών. Η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να επιλέξει την εθνοτική ομοιογένεια και τον ελληνικό ιστορικό χαρακτήρα έναντι του παροδικού εδαφικού κέρδους.
Η σημαία της Κύπρου ζωγραφισμένη σε ένα τοίχο στην Λευκωσία, στις 11 Νοεμβρίου 2016. REUTERS/Yiannis Kourtoglou
--------------------------------------------------------------
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Το δίλημμα δημογραφικής ασφαλείας (demographic security dilemma) ως έννοια των Διεθνών Σχέσεων σχετίζεται με τις διαστάσεις της εθνικής ασφάλειας, οι οποίες απορρέουν από τα ποσοτικά και ποιοτικά δημογραφικά δεδομένα στο εσωτερικό ενός κράτους [1]. Το δίλημμα δημογραφικής ασφαλείας εδράζεται αφενός στην θεμελιώδη νεορεαλιστική έννοια του διλήμματος ασφαλείας, αφετέρου στην συγγενικού περιεχομένου έννοια της οντολογικής ασφαλείας.
Το τυπικό δίλημμα ασφαλείας, μια βασική έννοια του νεορεαλιστικού υποδείγματος, ορίζεται ως η κατάσταση κατά την οποία τα κράτη, με το καθένα να μην είναι σίγουρο για τις προθέσεις των άλλων, εξοπλίζονται για χάρη της ασφαλείας, προκαλώντας φαύλο κύκλο [2]. Η λήψη μέτρων από κάθε δρώντα για την μεγιστοποίηση της ασφαλείας και η πρόκληση λήψης νέων ή πρόσθετων μέτρων από τον ίδιο και τους άλλους δρώντες αποτελεί συνέπεια της άναρχης φύσεως του διεθνούς συστήματος, του ανταγωνιστικού του χαρακτήρα, καθώς και της αρχής της αυτοβοήθειας. Το δίλημμα ασφαλείας εδράζεται στην βασική παραδοχή της συστημικής προσεγγίσεως ότι η ίδια η δομή επηρεάζει την συμπεριφορά στο εσωτερικό του συστήματος [3].
Η μεταβολή των δημογραφικών δεδομένων ανάμεσα σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες στο εσωτερικό ενός κράτους αποτελεί κατ’ ουσία παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, καθώς η δημογραφική αύξηση μιας εθνοτικής ομάδος και η αύξηση του σχετικού ποσοστού της συνεπάγεται μείωση του σχετικού ποσοστού κάποιας άλλης και κατά συνέπεια μείωση της ισχύος της εντός του κράτους [4]. Κατά κανόνα παρατηρείται ότι οι μειονοτικές εθνοτικές ή θρησκευτικές ομάδες στο εσωτερικό ενός κράτους παρουσιάζουν αυξημένη γεννητικότητα σε σχέση με την κυρίαρχη εθνοτική ή θρησκευτική ομάδα [5].
Πρόσθετος ισχυρός παράγοντας, ο οποίος επηρεάζει την γεννητικότητα ενός πληθυσμού, είναι οι θρησκευτικές/πολιτισμικές αναφορές του. Η θρησκεία ως μεταβλητή, η οποία επηρεάζει την γονιμότητα και την γεννητικότητα, αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα καθορισμού της δημογραφικής συμπεριφοράς ενός πληθυσμού, συμβάλλοντας στην ύπαρξη διαφορικών προτύπων γεννητικότητας [6]. Κατά κανόνα παρατηρείται υπέρτερη γονιμότητα και γεννητικότητα μεταξύ των θρησκευόμενων πληθυσμών έναντι των εκκοσμικευμένων και μεταξύ των Μουσουλμάνων σε σχέση με τους Χριστιανούς. Η υψηλότερη γονιμότητα την οποία παρουσιάζουν οι ισλαμικοί πληθυσμοί σε σχέση με μη ισλαμικούς πληθυσμούς, οφείλεται πρωτίστως σε πολιτισμικής/θρησκευτικής υφής λόγους και δευτερευόντως σε οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους. Βάσει της τυπικής νεορεαλιστικής προσέγγισης η υψηλή γονιμότητα ενός μειονοτικού πληθυσμού οφείλεται στην πρόσληψη της μεταβολής των πληθυσμιακών ισορροπιών στο εσωτερικό ενός κράτους ως δυνητικώς απειλητικής για την συνοχή της ομάδος. Η υψηλή γονιμότητα των ισλαμικών πληθυσμών, ωστόσο, απαντά τόσο σε περιοχές στις οποίες οι ίδιοι αποτελούν την πληθυσμιακή μειονότητα όσο και σε περιοχές όπου αποτελούν την πληθυσμιακή πλειονότητα [7].
Χρήσιμη είναι η επίκληση ορισμένων όρων του κλάδου της Δημογραφίας. Κλειστός πληθυσμός είναι αυτός, το μέγεθος του οποίου μεταβάλλεται μόνον υπό την επίδραση ορισμένων βιολογικών συμβάντων (γεννητικότητα και θνησιμότητα), χωρίς να σημειώνεται μεταναστευτική κίνηση (εκροή/εισροή). Ανοικτός πληθυσμός είναι αυτός, το μέγεθος του οποίου μεταβάλλεται υπό την επίδραση τόσο βιολογικών συμβάντων (γεννητικότητα και θνησιμότητα), όσο και μεταναστευτικής κίνησης, εκροής ή εισροής [8]. Ο πληθυσμός της Κυπριακής Δημοκρατίας στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους εξετάζεται συνήθως ως κλειστός πληθυσμός και παραβλέπονται οι δυνητικές μεταναστευτικές ροές, άμεσες (αναζήτηση εργασίας) ή έμμεσες (οικογενειακή επανένωση), οι οποίες θα προκύψουν με χώρα προέλευσης την Τουρκία.
Η οντολογική ασφάλεια (ontological security) αφορά μια ευρύτερη αντίληψη της ασφαλείας, η οποία περιλαμβάνει την ατομική ασφάλεια και την ασφάλεια της ταυτότητος του ατόμου και της ομάδος και των κρατών [9]. Η οντολογική ασφάλεια και η βούληση διατηρήσεως της διακριτής ταυτότητος και των ιδιαίτερων αναφορών συνιστά μέγεθος ιδιαίτερα σημαντικό όχι μόνον για τις ομάδες, αλλά και για τα κράτη, θεωρούμενα ως ευρύτερες πολιτικές συσσωματώσεις των ομάδων και των ατόμων [10].
Όσο η κατάσταση στο εσωτερικό ενός κράτους, στο οποίο υπάρχουν δύο τουλάχιστον διακριτές εθνότητες ή/και θρησκευτικές ομάδες, εξομοιώνεται με το άναρχο περιβάλλον σε διεθνές επίπεδο, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα εκδηλώσεως ενός διλήμματος ασφαλείας για το κράτος αυτό. Στα κράτη εκείνα, στα οποία δεν υφίστανται οι θεσμικές δομές οι οποίες διασφαλίζουν την έμμεση έστω συμμετοχή της μειονότητας στον δημόσιο βίο, παρατηρείται τάση αυτονομήσεως της μειονότητας από τις κρατικές δομές και απόπειρα διασφαλίσεως της αυτονομίας της. Η απόπειρα αυτή είναι δυνατόν να προσλάβει χαρακτήρα επιθετικό σε πολυεθνοτικά κράτη με αδύναμη θεσμική οργάνωση, καθώς η απόπειρα της μειονότητας να ενισχύσει την σχετική θέση της στο εσωτερικό του πολυεθνοτικού κράτους προκαλεί την υποβάθμιση της σχετικής θέσεως μιας άλλης εθνοτικής ομάδος εντός του ιδίου κράτους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτει ένα δια-εθνοτικό δίλημμα ασφαλείας.
Νεαροί παίζουν σε μια τραμπάλα σε παιδική χαρά δίπλα στην νεκρή ζώνη, στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της διχοτομημένης πόλης της Λευκωσίας. REUTERS/Yiannis Kourtoglou
-------------------------------------------------------------
Η μεταβολή της δημογραφικής σχέσεως ανάμεσα στις εθνοτικές ομάδες στο εσωτερικό ενός πολυεθνοτικού κράτους εγκυμονεί δυνητικούς κινδύνους για την ασφάλεια κάποιας εκ των εθνοτικών ομάδων και είναι δυνατόν να συμβάλει στην ανάδυση ενδοκρατικών πολιτικών συγκρούσεων [11]. Η δημογραφική υποχώρηση μιας εθνοτικής ομάδος και ο συσχετισμός της εξελίξεως αυτής με το ιστορικό προηγούμενο της πολιτικής κυριαρχίας μιας άλλης εθνοτικής ομάδος επί της πρώτης συμβάλλει στην επίταση της συλλογικής ανασφάλειας της εθνοτικής αυτής ομάδος.
Η δημογραφική υποχώρηση μιας εθνοτικής ομάδος, συνήθως της κυρίαρχης από πληθυσμιακής απόψεως, είναι είτε απόλυτη είτε σχετική. Η απόλυτη δημογραφική υποχώρηση μιας εθνοτικής ομάδος αφορά στην μείωση της γεννητικότητας, ενώ η σχετική δημογραφική υποχώρηση σχετίζεται με την αναλογική αντιπροσώπευσή της στο εσωτερικό ενός κράτους. Η δημογραφική υποχώρηση προσλαμβάνεται από τα μέλη της εθνοτικής ομάδος ως δυνητική απειλή για τον πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό έλεγχο της τελευταίας [12].
ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΕ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Τα δημογραφικά δεδομένα της Κύπρου διαμορφώθηκαν από μακροϊστορικής οπτικής από τα δύο εποικιστικά γεγονότα, τον εποικισμό ο οποίος ακολούθησε την οθωμανική εισβολή του 1571 και τον εποικισμό ο οποίος ακολούθησε την τουρκική εισβολή του 1974. Τον Δεκέμβριο του 1960, ένα έτος μετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου, ο συνολικός πληθυσμός της Κύπρου ανερχόταν σε 573.566 άτομα, εκ των οποίων το 77,1% (442.138 άτομα) ήταν Ελληνοκύπριοι, το 18,2% (104.320 άτομα) ήταν Τουρκοκύπριοι και ένα ποσοστό 4,7% (27.108 άτομα) ανήκε σε άλλες πληθυσμιακές ομάδες, όπως Μαρωνίτες και Αρμένιους [13]. Το 1974, πριν την τουρκική εισβολή ο συνολικός πληθυσμός της Κύπρου ανερχόταν σε 506.000 Έλληνες (78,9%) και 118.000 Τούρκους (18,4%).
Στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου το 2006 διαβιούσαν 256.644 άτομα, εκ των οποίων οι 178.031 πολίτες του ψευδοκράτους. Το μέγεθος του τουρκογενούς πληθυσμού –Τουρκοκυπρίων και εποίκων- στα Κατεχόμενα δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί με απόλυτη ακρίβεια. Οι σχετικές εκτιμήσεις ποικίλλουν, καθώς το μέγεθος του τουρκογενούς πληθυσμού εκτιμάται μεταξύ 300.000 (το 2010) και 500.000 ατόμων. Η επίσημη κρατική απογραφή, την οποία διενήργησε η Κυπριακή Δημοκρατία το 2011, αναφέρει ότι στο ελεύθερο τμήμα διαβιούν 838.897 άτομα. Η απογραφή, την οποία διενήργησαν το 2011 οι αρχές των Τουρκοκυπρίων στο κατεχόμενο τμήμα, προσδιορίζει τον εκεί διαβιούντα πληθυσμό σε 294.606 άτομα [14].
Στην περίπτωση της Κύπρου το δίλημμα δημογραφικής ασφάλειας ταυτίζεται με ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος ανάμεσα στον ελληνικό και τον τουρκογενή πληθυσμό. Χρησιμοποιούμε τον όρο τουρκογενής για τον προσδιορισμό του συνολικού πληθυσμού του τουρκικού πληθυσμού της βορείου Κύπρου, ο οποίος αποτελείται από: α) τους Τουρκοκυπρίους, β) τους εποίκους από την Ανατολία, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της νήσου μετά το 1974 και γ) τους απογόνους των μεικτών ζευγών, τα οποία προέκυψαν από τις νομικές ενώσεις των Τουρκοκυπρίων και των επήλυδων μετά το 1974.
Η συμπερίληψη αυτή των επιμέρους στοιχείων του τουρκογενούς πληθυσμού, η συμβίωσή τους στο πλαίσιο του ψευδοκράτους και κυρίως η κοινή τουρκική εθνοτική και ισλαμική θρησκευτική ταυτότητα έχει διαμορφώσει μια κοινή συλλογική ταυτότητα παρά τις αντίθετες περί τούτου ψευδαισθήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς, η οποία εξακολουθεί να διακρίνει μεταξύ Τουρκοκυπρίων και εποίκων σε επίπεδο πολιτικής στάσης. Σε ένα δίλημμα δημογραφικής ασφάλειας, ορθότερος για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών του πληθυσμού στην Κύπρο είναι ο όρος τουρκογενής αντί του όρου Τουρκοκύπριοι. Ο όρος Τουρκοκύπριοι, άλλωστε, χάνει σταδιακά την όποια εννοιολογική εγκυρότητα διέθετε κατά το παρελθόν, καθώς οι γηγενείς και οι επήλυδες τουρκόφωνοι αποτελούν κοινή ομάδα σε επίπεδο εθνοτικών, γλωσσικών και θρησκευτικών/πολιτισμικών αναφορών, αλλά σταδιακά και πολιτικών συμπεριφορών.
Η Κύπρος αντιμετωπίζεται στο παρόν ερμηνευτικό σχήμα ως κλειστή ενότητα, ως εξεταζόμενη μονάδα αναφοράς. Η μεταβολή των εθνοτικών αναλογιών μεταξύ του ελληνικού και του τουρκογενούς πληθυσμού οφείλεται στην αντίστοιχη γονιμότητα και γεννητικότητα κάθε πληθυσμιακής ομάδος και στην δυνητική εξωτερική ανατροφοδότηση του κλειστού συστήματος με μεταναστευτικές ροές από την Ελλάδα και την Τουρκία. Η σχέση των δημογραφικών δεδομένων των δύο πληθυσμών προσλαμβάνεται ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Με άλλα λόγια, η αύξηση του σχετικού ποσοστού της μιας εθνοτικής ομάδος εντός ενός διεθνοτικού κράτους αποτελεί διπλό κέρδος για αυτή. Εάν λ.χ. σε ένα παραδειγματικό σύνολο εκατό (100) ποσοστιαίων μονάδων, στο οποίο το ποσοστό των τουρκογενών προσδιορίζεται ως 30%, παρατηρείται υπέρτερη γεννητικότητα των τουρκογενών έναντι του ελληνικού πληθυσμού, τότε η μειονοτική ομάδα αυξάνει το σχετικό ποσοστό της επί του συνόλου αποκτώντας διπλό κέρδος έναντι της πλειονοτικής ομάδας, η οποία χάνει το αντίστοιχο ποσοστό (Κατάσταση α: Έλληνες Κύπρου: 70%, Τουρκογενείς 30%, Κατάσταση β: Έλληνες Κύπρου: 60%, Τουρκογενείς 40%, διπλό δημογραφικό κέρδος 20% για τους τουρκογενείς).
Ο ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου διαθέτει Συντελεστή Ολικής Γονιμότητας, ο οποίος σταθερά κυμαίνεται σε επίπεδο χαμηλότερο από το επίπεδο αναπλήρωσης γενεάς, περίπου στο 1,5. Ο Συντελεστής Ολικής Γονιμότητας αφορά στον αριθμό των τέκνων, τα οποία αναμένεται να γεννήσει μια γυναίκα κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής της ηλικίας. Η διατήρηση στο ίδιο ποσοτικό επίπεδο του πληθυσμιακού δυναμικού προϋποθέτει την ύπαρξη Συντελεστή Ολικής Γονιμότητας μεγέθους 2,1 τουλάχιστον, γνωστού ως Συντελεστή Αναπληρώσεως, ώστε να σημειωθεί πλήρης αντικατάσταση μιας γενεάς [15]. Η γονιμότητα του ελληνικού πληθυσμού στην Κύπρο έχει υποστεί σημαντική μείωση τις τελευταίες δεκαετίες ως συνέπεια του υψηλού βαθμού εξαστισμού και της οικονομικής ανάπτυξης [16].
-----------------------------------------------------------------------------------
Ενδεχόμενη επανένωση της Κύπρου με ισλαμικό τουρκογενή πληθυσμό που έχει υπέρτερη γεννητικότητα σε σχέση με τον χριστιανικό/εκκοσμικευμένο ελληνικό πληθυσμό ενέχει δυνητικές αρνητικές συνέπειες για την ασφάλεια του ελληνικού πληθυσμού στην Κύπρο και για τον ιστορικό χαρακτήρα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το σχετικό ποσοστό των τουρκογενών της Κύπρου, το οποίο ανωτέρω προσδιορίσθηκε σε ένα προσλαμβανόμενο ποσοστό 30%, μετά την επίλυση και την δημιουργία του συνομοσπονδιακού κρατικού σχηματισμού θα αυξανόταν εντός ορισμένων δεκαετιών σε 40% και σε 50% επί του συνόλου του κράτους. Σημειωτέον ότι η αύξηση αυτή θα επιτυγχανόταν μόνο χάρις στην υπέρτερη γονιμότητα του τουρκογενούς ισλαμικού πληθυσμού σε σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό. Αν συνυπολογίσουμε την εξωτερική ανατροφοδότηση του συστήματος και προσλάβουμε τον πληθυσμό της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανοικτό πληθυσμό, τότε η μεταβολή των εθνοτικών αναλογιών θα είναι πολύ πιο έντονη.
Ακόμη και αν τμήμα των εποίκων απομακρυνόταν μετά από ενδεχόμενη λύση σε μια Κύπρο με θεσμικώς αναγνωρισμένο τουρκογενή πληθυσμό, δεν θα ήταν δυνατόν να παρεμποδισθούν οι μαζικές άμεσες μεταναστευτικές ροές από την Τουρκία για εργασία ή οι έμμεσες μεταναστευτικές ροές μέσω της αρχής της οικογενειακής επανένωσης, καθώς Τουρκοκύπριοι και έποικοι έχουν ενωθεί με επιγαμίες. Η μεταναστευτική εισροή τουρκικού πληθυσμού σε συνδυασμό με την υπέρτερη γεννητικότητα του τουρκογενούς πληθυσμού θα επιφέρει την μεταβολή των δημογραφικών δεδομένων της Κύπρου σε μεσοπρόθεσμο μάλιστα επίπεδο. Η Τουρκία ως εξωτερικός δρων είναι σε θέση να επιδοτήσει άμεσες μεταναστευτικές ροές προς την Κύπρο, οι οποίες πλέον δεν θα αποτελούν έγκλημα πολέμου ως εποικισμός κατεχομένης περιοχής, αλλά νομότυπη διαδικασία. Ο ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου δεν θα έχει την νομική δυνατότητα να αντιταχθεί στην έμμεση μεταβολή των εθνοτικών αναλογιών στο σύνολο της Κύπρου.
ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΕ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Έχοντας εξισωθεί από ποσοτικής άποψης με τον ελληνικό πληθυσμό ο αναπροσδιορισμένος και διευρυμένος τουρκογενής πληθυσμός θα αποκτήσει πρόσθετη αυτοπεποίθηση δράσης, η οποία πλέον θα εδράζεται στην επίγνωση της αριθμητικής του ισοτιμίας με το ελληνικό στοιχείο. Ο τουρκογενής πληθυσμός θα αιτηθεί πιθανότατα τον επανακαθορισμό των υφισταμένων διατάξεων κατανομής της πολιτικής ισχύος. Ένα αίτημα αυτής της φύσης θα αποτελεί αντεστραμμένη εκδοχή των Δεκατριών Σημείων του Μακαρίου και της απόπειρας του ελληνικού πληθυσμού να αντιστρέψει τις ευμενείς προς τον τότε μειονοτικό τουρκοκυπριακό πληθυσμό διατάξεις των ιδρυτικών συνθηκών.
Μια εξέλιξη αυτού του είδους είναι δυνατόν να αποτραπεί μόνον με ισχυρή παρέμβαση ενός φιλικώς διακειμένου προς τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου κρατικού δρώντος, δηλαδή της Ελλάδος. Καθώς, όμως, η ισορροπία ισχύος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας παραμένει ευνοϊκή για την Τουρκία, ως πιθανότερη εξέλιξη κρίνεται ο μερικός αναπροσδιορισμός των θεσμικών ισορροπιών υπέρ των τουρκογενών. Στην περίπτωση αυτή, τμήμα του ελληνικού πληθυσμού στην Κύπρο θα αρχίσει να προσλαμβάνει την κατάστασή του εντός του διεθνοτικού κρατικού σχηματισμού ως δυνητικώς απειλητική για την συνοχή της εθνοτικής ομάδας. Τμήμα των Ελλήνων της Κύπρου θα εκρεύσει από την Κύπρο προς τον ελλαδικό χώρο και το Ηνωμένο Βασίλειο. Άλλωστε, κατά την περίοδο των ετών 1959-1974, παρά την θεσμική υπεροχή του ελληνικού παράγοντα στην Κύπρο, είχε παρατηρηθεί σημαντική εκροή ελληνικού πληθυσμού κυρίως προς το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η περιορισμένη εξωτερική ανατροφοδότηση με ελληνικό πληθυσμό από τον ελλαδικό χώρο (30.000 άτομα σήμερα) θα μειωθεί δραστικά. Η ποσοτική εξίσωση των δύο πληθυσμιακών ομάδων θα επιτείνει την αντιπαλότητα με δυνητική εκδήλωση ενδοκρατικών συγκρούσεων, στις οποίες αναγκαστικώς θα εμπλακούν Ελλάδα και Τουρκία. Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο η συμπερίληψη στις θεσμικές δομές του διευρυμένου τουρκογενούς πληθυσμού είναι δυνατόν να καταλήξει στον εθνοτικό εκτουρκισμό και τον πολιτισμικό εξισλαμισμό της νήσου σε βάθος μερικών μόνο γενεών.
Η κυπριακή πολιτική ταυτότητα αποτελεί κατασκευή χωρίς απήχηση σε βάθος χρόνου και στις δύο πληθυσμιακές ομάδες της Κύπρου. Σε ενδεχόμενο εντάσεων μεταξύ του ελληνικού και του τουρκογενούς πληθυσμού η ταύτιση των επιμέρους πληθυσμών με την Ελλάδα και την Τουρκία αντιστοίχως θα επιταθεί, καθώς θα αποτελούν τους μόνους αξιόπιστους εγγυητές ασφάλειας για τους δύο πληθυσμούς. Σε συνθήκες πίεσης ένας πληθυσμός προσδιορίζεται κατά τρόπο αντιστικτικό, σε αντιπαράθεση με τον προσλαμβανόμενο αντίπαλο [17].
Η απόσταση ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική ιστορική ταυτότητα είναι μεγάλη και δεν είναι δυνατόν να παραβληθεί με το συνομοσπονδιακό εγχείρημα της Ελβετίας, όπου διαβιούν πληθυσμοί με ταυτόσημες θρησκευτικές αναφορές (Χριστιανοί), οι οποίοι ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία και το κοινό Δυτικό πολιτισμικό πλαίσιο. Στην Κύπρο διαβιούν δύο πληθυσμοί οι οποίοι παρουσιάζουν μεγάλη απόσταση σε επίπεδο εθνοτικών αναφορών, γλώσσας και θρησκευτικών/πολιτισμικών δεδομένων. Ο κύριος διαφοροποιητικός παράγοντας είναι η αντίθεση Χριστιανών Ελλήνων και Μουσουλμάνων Τούρκων από μακροϊστορικής άποψης.
Η αντίληψη της ετερογένειας είναι δυνατόν να επιτείνεται λόγω της παρατηρούμενης εθνοτικής, γλωσσικής και θρησκευτικής/πολιτισμικής αποκλίσεως δύο πληθυσμιακών ομάδων. Βάσει της Θεωρίας της Ρεαλιστικής Σύγκρουσης, η υπέρβαση της αντιπαλότητας δυο ετερογενών ομάδων είναι εφικτή μόνον με την δημιουργία κοινών σκοπών, οι οποίοι υπερβαίνουν τις αναφορές εκάστης ομάδος. Οι ακραίες ή εξαιρετικές κοινωνικές καταστάσεις όπως η ύπαρξη ενός εξωτερικού κινδύνου, είναι δυνατόν να συμβάλουν στην ενίσχυση της εσωτερικής συνοχής μιας ομάδος. H παρουσία ενός εξωτερικού δρώντος δεν αρκεί για την μείωση των συγκρούσεων μεταξύ των ομάδων, απαιτείται επίσης η ύπαρξη υπερσυλλογικών σκοπών, οι οποίοι προάγουν την συνεργατική δράση μεταξύ των ομάδων [18].
Καθώς απουσιάζει ένας εξωτερικός δρών, ο οποίος ως νοητός αντίπαλος θα μπορούσε να ενώσει τον ελληνικό και τον τουρκογενή πληθυσμό και καθώς η ελληνική ιστορική ταυτότητα και η τουρκική εθνοτική και ισλαμική θρησκευτική/πολιτισμική ταυτότητα είναι πολύ πιο ισχυρές από την κυπριακή πολιτική ταυτότητα, έπεται ότι οι δεσμεύσεις των επιμέρους πληθυσμών της Κύπρου δεν θα εξαλειφθούν.
Η επανένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας υπό την μορφή ενός κατά βάση διεθνοτικού (δικοινοτικού) συνομοσπονδιακού κράτους, στον οποίον θα συμμετέχουν οι τουρκογενείς, θα σημάνει σε βάθος χρόνου τον γεωστρατηγικό αναπροσανατολισμό της Κύπρου. Οι τουρκογενείς θα δρουν ως στρατηγική μειονότητα του τουρκικού κρατικού δρώντος, με τον οποίον διατηρούσαν στενές σχέσεις ήδη πριν την ίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας το 1959.
Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι φωνάζουν συνθήματα κατά την διάρκεια μιας ειρηνευτικής διαδήλωσης στο εσωτερικό της ελεγχόμενης από τον ΟΗΕ νεκρής ζώνης στην Λευκωσία, στις 21 Νοεμβρίου του 2016. REUTERS/Yiannis Kourtoglou
------------------------------------------------------------
Ενιαία Κύπρος με συμμετοχή τουρκογενών σε επίπεδο λήψεως αποφάσεων θα επιφέρει σημαντικά προβλήματα ομαλής λειτουργίας του κράτους σε ποικίλα επίπεδα: Δημοσιονομικό και γενικότερο οικονομικό, εκπαιδευτικό και πολιτικό. Σε επίπεδο διακρατικής κατανομής ισχύος και διακρατικών ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο, η Κύπρος θα αποπειραθεί αρχικώς να υιοθετήσει ουδέτερη στάση έναντι της Ελλάδος και της Τουρκίας. Η αρχικώς ουδέτερη αυτή στάση της ενιαίας Κύπρου θα αναπροσαρμόζεται σε βάθος χρόνου σε ευμενή προς τα τουρκικά συμφέροντα ουδετερότητα και σε φιλική προς την Τουρκία στάση σε δεύτερο επίπεδο.
Η υφιστάμενη τουρκική υπεροχή έναντι της Ελλάδος σε επίπεδο ισχύος και η χωρική γειτνίαση θα καταστήσουν την Κύπρο όμηρο της τουρκικής στρατηγικής προσέγγισης. Η Κύπρος δεν θα δρα ως δεύτερο ελληνικό κράτος, αλλά ως ουδέτερος δρων και μάλιστα υπέρ της Τουρκίας τόσο εντός του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στο ευαίσθητο τοπίο της Ανατολικής Μεσογείου. Ο φιλοτουρκικός γεωστρατηγικός αναπροσανατολισμός της Κύπρου θα επιτείνεται όσο θα αυξάνεται το σχετικό ποσοστό των Μουσουλμάνων τουρκογενών πολιτών της Κύπρου. Η αύξηση αυτή είναι αναπόφευκτη δεδομένης αφενός της υπέρτερης γεννητικότητας των Μουσουλμάνων Τούρκων έναντι των Χριστιανών/εκκοσμικευμένων Ελλήνων, αφετέρου της πληθυσμιακής εισροής Τούρκων η οποία θα συνεχισθεί μετά την επανένωση.
Στην παρούσα συγκυρία η ελεύθερη Κύπρος είναι εθνοτικώς ομοιογενής, ευημερούσα, χωρίς στρατηγικές μειονότητες εξωτερικών δρώντων και διαθέτει το πλέον αποδοτικό σε οικονομικό επίπεδο τμήμα της ΑΟΖ. Μετά την θεσμική επανένωση και την κατοχύρωση ενός διευρυνομένου τουρκογενούς πληθυσμού ο τουρκικός παράγοντας θα αποκτήσει πρόσβαση στα ενεργειακά αποθέματα της κυπριακής ΑΟΖ. Ο αναπροσανατολισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας προς την Τουρκία θα συνοδευτεί με την διάρρηξη του άξονα Ελλάς-Κύπρος-Ισραήλ. Η Ελλάς θα μείνει μόνη της στο γεωπολιτικό σύστημα της Ανατολικής Μεσογείου, περικυκλωμένη από εχθρικά ή ουδέτερα κράτη και έχοντας περιοριστεί στον χώρο του Αιγαίου, χωρίς την δυνατότητα προβολής ισχύος πέραν του ορίου Καστελλόριζου-Κρήτης. Ο ελληνικός παράγοντας δεν θα δύναται να προβάλει ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως εμμέσως κάνει μέσω της, ελεγχομένης από το ελληνικό στοιχείο, Κύπρου. Η πολιτική της εξάπλωσης στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία εγκαινιάσθηκε με την διπλωματική και οικονομική προσέγγιση Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου θα αντιστραφεί και η σχετική ισχύς του ελληνικού παράγοντα σε σχέση με το Ισραήλ και τις αραβικές χώρες θα μειωθεί. Αντίστοιχη υποβάθμιση της στρατηγικής αξίας της Ελλάδος θα καταγραφεί σε σχέση με τα συμφέροντα των δύο μειζόνων υπερσυστημικών δρώντων, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, με τον τουρκικό παράγοντα να υποκαθιστά πλήρως τον ελληνικό.
Η Κύπρος ενδιαφέρει την Ελλάδα ως δεύτερο ελληνικό κράτος, όχι ως κράτος θεωρητικώς. Κατά συνέπεια, θεμελιώδης παράμετρος μιας συγκροτημένης εξωτερικής πολιτικής είναι η διατήρηση του ελληνικού χαρακτήρα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε βάθος χρόνου. Η εμπλοκή σε ένα διεθνοτικό συνομοσπονδιακό κρατικό σχηματισμό θα συμβάλει στη μεταβολή των εθνοτικών αναλογιών στο σύνολο της Κύπρου με αρνητικές συνέπειες, όπως καταδείχθηκε ανωτέρω.
Μεταξύ των στρατηγικών προτεραιοτήτων του ελληνικού παράγοντα στην Κύπρο πρέπει να είναι η ποσοτική ενίσχυση του ελληνικού πληθυσμού στο ελεύθερο τμήμα. Στην Κύπρο διαβιούν ήδη περίπου 30.000 Ελλαδίτες σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία διεξήχθη το 2011 [19]. Ελλάδα και Κύπρος είναι δυνατόν να ασκήσουν πολιτική έμμεσου πληθυσμιακού εποικισμού με Ελλαδίτες στην Κύπρο, ώστε να διατηρούνται οι γενικές δημογραφικές ισορροπίες. Η πολιτική αυτή μπορεί να εδράζεται στην αρχή της πολιτισμικής συνάφειας, βάσει της οποίας προτιμώνται μετανάστες από χώρες με συγγενικό πολιτισμικό πλαίσιο [20].
Ενδεχόμενη μεταβολή των δημογραφικών δεδομένων σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο λόγω της υπέρτερης γονιμότητας του τουρκογενούς πληθυσμού και εξαιτίας της μεταναστευτικής εισροής θα σηματοδοτήσει την μετατροπή της Κύπρου σε μη ελληνικό κράτος και θα αλλάξει την αντίληψη για μια γεωγραφική περιοχή, στην οποία ο Ελληνισμός έχει παρουσία χιλιετιών.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Βλ. C. Leuprecht, ‘The Demographic Security Dilemma’, Yale Journal of International Affairs 5:2 (Spring-Summer 2010), 60.
[2] Βλ. J. Herz, ‘Idealist Internationalism and the Security Dilemma’, World Politics 20:2 (January 1950), 157-80• R. Jervis, ‘Cooperation under the Security Dilemma’, World Politics 30:2 (1/1978), 167-214.
[3] Βλ. P. Roe, ‘The Intrastate Security Dilemma: Ethnic Conflict as a Tragedy?’, Journal of Peace Research 36:2 (3/1999), 183-202.
[4] Βλ. E. Kaufmann, Shall the Religious Inherit the Earth?, Demography and Politics in the Twenty-First Century, London: Profile Books, 2010, 63.
[5] Βλ. Ν. Κυριαζή, Αναπαραγωγή του πληθυσμού: Θεωρητικές προσεγγίσεις και εμπειρικές έρευνες, Αθήνα: Gutenberg, 1992, 106-11.
[6] Βλ. E.L. Lehrer, ‘Religion as a Determinant of Marital Fertility’, Journal of Population Economics 9:2 (1996), 173-96.
[7] Βλ. S.P. Morgan, S. Stash, H.L. Smith & K.O. Mason, ‘Muslim and Non-Muslim Differences in Female Autonomy and Fertility: Evidence from Four Asian Countries’, Population and Development Review 28:3 (2002), 515-38
[8] Βλ. Σ. Καλογεράκη, Εισαγωγή στην κοινωνική δημογραφία, Αθήνα: Gutenberg, 2010, 96.
[9] Βλ. B.J. Steele, Ontological Security in International Relations: Self-Identity and the IR State, London and New York: Routledge, 2008.
[10] Βλ. J. Huymans, ‘Security! What do You Mean? From Concept to Thick Signifier’, European Journal of International Relations 4 (1998), 226-55.
[11] Βλ. J.D. Fearon, D.D. Laitin, ‘Ethnicity, Insurgency, and Civil War’, American Political Science Review 97:1 (2003), 75-90.
[12] Βλ. J. Fox, ‘Towards a Dynamic Theory of Ethno-Religious Conflict’, Nations and Nationalism 5:4 (1999), 431-63.
[13] Στους Τουρκοκύπριους περιλαμβάνονται οι τουρκόφωνοι Αθίγγανοι.
[14] Για την χαμηλή εκτίμηση βλ. International Crisis Group (ed.), Cyprus: Bridging the Property Divide, Europe Report No 210, 9/12/2010, 2, υποσημ. 6. Για την υψηλή εκτίμηση βλ. J. Cole, Ethnic Groups of Europe: An Encyclopedia, ABC-CLIO, Santa Barbara, CA 2010, 95-7.
[15] Βλ. T. Espenshade, J. Guzman & C. Westoff, ‘The Surprising Global Variation in Replacement Fertility’, Population Research and Policy Review 22 (2003), 575.
[16] Βλ. Α. Μαλαός, «Δημογραφικές εξελίξεις και πληθυσμιακή πολιτική στην Κύπρο», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 39-40 (1980), 408-13.
[17] Βλ. S. Huntington, The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order, New York: Simon & Schuster, 1996, 20: «Γνωρίζουμε ποιοι είμαστε μόνον όταν γνωρίζουμε ποιοι δεν είμαστε και συχνά μόνον όταν γνωρίζουμε ποιον αντιμετωπίζουμε». Πβ. Π. Κονδύλης, Ισχύς και απόφαση, Αθήνα: Στιγμή, 1992, όπου εξετάζεται η διαδικασία συγκρότησης του κυρίαρχου υποκειμένου μέσω της δημιουργικής αντιπαράθεσης με έναν εξωτερικό παράγοντα
[18] Βλ. H. Tajfel, ‘Interindividual Behaviour and Intergroup Behaviour’, στο H. Tajfel (ed.), Differentation between Social Groups: Studies in the Social Psychology of Intergroup Relations, London: Academic Press, 1978, 27-60.
[19] Βλ. Κυπριακή Δημοκρατία/Στατιστική Υπηρεσία (εκδ.), Απογραφή πληθυσμού 2011, τόμ. I: Γενικά δημογραφικά χαρακτηριστικά, μετανάστευση και εργατικό δυναμικό, Λευκωσία 2011, 26.
[20] Βλ. Ι. Κωτούλας, Μετανάστευση και Κυρίαρχη Εθνική Κουλτούρα: Θρησκεία-πολιτική-πολυπολιτισμικότητα, Αθήνα: Παπαζήσης, 2011, 56-8.
Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
fotavgeia