Του Γιώργου Κοντογιώργη
πρόβλημα της χώρας είναι η ασυμβατότητα του κράτους με τον εθνικό σκοπό. Ο στρατηγικός στόχος μιας κυβέρνησης, που θέλει να σημαίνεται ως ελάχιστα έστω προοδευτική, όφειλε να είναι η αντιστοίχισή της με το συμφέρον και την βούληση της κοινωνικής συλλογικότητας. Αναφέρομαι στην ανάγκη άρσης των αιτίων της καταστροφής, τα οποία είναι εξ ολοκλήρου εσωτερικά. Αφορούν στους πυλώνες της ολιγαρχικής κομματοκρατίας: το πολιτικό σύστημα, το κράτος (Δημόσια Διοίκηση και Δικαιοσύνη) και η νομοθεσία που οικοδομεί τη διαπλοκή, τη διαφθορά, την ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού και την πελατειακή σχέση, την δυναστική εν ολίγοις λειτουργία τους επί της κοινωνίας.
Η Συριζαία Αριστερά προσήλθε στις διαπραγματεύσεις, όπως ακριβώς και οι πολιτικές δυνάμεις που προηγήθηκαν: χωρίς να εκδηλώσει την παραμικρή πρόθεση να αναλάβει την εκ βάθρων ανασύσταση των πυλώνων της καταστροφής, προκειμένου οι πολιτικές του κράτους να αντιστοιχηθούν με το συμφέρον της κοινωνικής συλλογικότητας, η πολιτική τάξη να επανεύρει τη νομιμοποίησή της στην κοινωνία, να αποκατασταθεί η σταθερότητα και η εμπιστοσύνη στη χώρα, να απελευθερωθούν οι υγιείς και οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, να προταχθεί τέλος ένα εναλλακτικό στην παρασιτική οικονομία μοντέλο.
Με διαφορετική διατύπωση, η Συριζαία Αριστερά δεν είχε ούτε φαίνεται να έχει κατά νουν να οδηγήσει τη χώρα στην υπέρβαση των μνημονίων. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει η πολιτική τάξη να υπερβεί τον εαυτό της, να βγει μπροστά από τις εξελίξεις, εναγκαλιζόμενη το κοινό συμφέρον. Στην περίπτωση αυτή, η διαπραγμάτευση με την τρόικα θα επανερχόταν στο πραγματικό της αντικείμενο, ήτοι στην αναδιάρθρωση του χρέους και στη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας. Και όχι στην περιοριστική επικέντρωση εκ μέρους της πολιτικής τάξης σε έναν ρόλο τοποτηρητή και λογιστή της πολιτικής των αγορών, που υπαγορεύει η τρόικα.
Η επισήμανση αυτή, υποδηλώνει ότι η επίλυση του εσωτερικού πολιτικού προβλήματος αποτελεί επίσης την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την όποια διαπραγμάτευση των υποθέσεων της χώρας με τους “εταίρους”. Διότι είναι διαφορετικό να επιχειρείς να μεταθέσεις το πρόβλημά σου στους τρίτους, από το να αναλάβεις τις ευθύνες σου, να άρεις την αιτία του και να βγεις μπροστά από τις εξελίξεις. Στην πρώτη περίπτωση, οι “άλλοι” θα προστρέξουν μόνο για να επωφεληθούν, εάν το συμφέρον τους το καλεί.
Οι δύο άλλες παράμετροι
Δυο άλλες παράμετροι, εξίσου σημαντικές για την επιτυχία της διαπραγμάτευσης, είναι η ακριβής επεξεργασία του σκοπού της και η γνώση του αντιπάλου / συνομιλητή σου, δηλαδή των συσχετισμών, που θα βαρύνουν στις συνομιλίες. Το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης καθορίσθηκε από τους άλλους, όχι από την ελληνική πλευρά. Η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε τους περιοριστικούς όρους της διαπραγμάτευσης στο ζήτημα της “εσωτερικής υποτίμησης”, δηλαδή στην υιοθέτηση πολιτικών που να συνάδουν με την ικανοποίηση των δανειστών, που δεν θα οδηγούν όμως στην ταχύτερη έξοδο από τις δαγκάνες τους.
Με τον τρόπο αυτόν, στη συνέχεια, η κυβέρνηση λειτούργησε ως εντεταλμένος διεκπεραιωτής της βούλησής τους, σε τέτοιο βαθμό ώστε να ελέγχεται από την τρόικα ακόμη και για την ακριβή μετάφραση των νομοσχεδίων του. Συνέδεσε, για παράδειγμα, το ζήτημα του κράτους μονοσήμαντα με τον αριθμό των υπαλλήλων και το μισθολογικό τους, όχι όμως με την ανασυγκρότηση του, με την αποτελεσματικότητα και τον σκοπό του.
Όμως, ακόμη και αν μειωθούν οι υπάλληλοι στο 80% το κράτος θα λειτουργεί κατά τον τρόπο του δυνάστη και θα αγκυλώνει στο βυθό την κοινωνία. Η Συριζαία Αριστερά επικεντρώθηκε στη λογιστική εφαρμογή μιας ακραίας φορολογικής πολιτικής, που εξωθεί στην αποδόμηση του παραγωγικού ιστού της χώρας, χωρίς ποτέ να εστιάσει ένα ελάχιστο ενδιαφέρον σε στοχευμένες οικονομικές πρωτοβουλίες που θα αποθαρρύνουν έστω τις παρασιτικές της παραφυάδες.
Ασύμμετροι κίνδυνοι
Να υποθέσουμε άραγε ότι μια άτακτη αποχώρηση της χώρας από το ευρώ δεν θα συνεπήγετο όντως ασύμμετρους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία και για την συνοχή της Ευρωζώνης; Προφανώς ναι, οπότε οι απώλειες από την απειλή αυτή θα ήσαν μεγαλύτερες από εκείνες μιας ισόρροπης συμφωνίας στο ζήτημα του χρέους. Εκτιμώ, επομένως, ότι το ζήτημα αυτό είναι πλέον σύνθετο από όσο επιχειρήθηκε να εμφανισθεί.
Η επιτυχία του εγχειρήματος, όμως, προϋπέθετε, αφενός ότι η χώρα θα είχε θωρακισθεί και τεθεί στο απυρόβλητο, ώστε να μην υποστεί τις συνέπειες ενός τέτοιου διαβήματος, ή ότι υπήρχε επωφελέστερη εναλλακτική λύση. Αφετέρου, την στρατηγική του σχεδίαση για να αποδώσει, να είναι πειστικό για να συνεκτιμηθεί κατά τις διαπραγματεύσεις. Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις είχαν ως πρόκριμα εντούτοις πρώτα την ολική ανασυγκρότηση του κράτους και στη συνέχεια την ακριβή εκτίμηση του διεθνούς παράγοντα, των συσχετισμών, των γεωπολιτικών αλλαγών που συντελούνται στον κόσμο και στην ΕΕ και προφανώς των στρατηγικών προτεραιοτήτων των εμπλεκομένων μερών.
Η ίδια η κυβέρνηση ομολόγησε ότι είχε πλήρη άγνοια όλων αυτών και ότι οδηγήθηκε σταδιακά στο απόλυτο αδιέξοδο με τους δανειστές, που μεταξύ των άλλων συνίστατο και στην, με δική της υπαιτιότητα, αποστράγγιση των οικονομικών αποθεμάτων της χώρας. Οι επτά μήνες της πρώτης διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ και εξίσου η συνέχειά της μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2015, έδειξαν ότι συμφωνεί απολύτως με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις να μην αγγιχθεί το καθεστώς της ολιγαρχικής κομματοκρατίας. Τούτο γίνεται εμφανές στο επίπεδο του πολιτικού λόγου, της πολιτικής διαχείρισης του μνημονίου, της προσέγγισης του κράτους και της κοινωνίας.
Οι επιλογές του ηγέτη του κόμματος είναι πλήρως ευθυγραμμισμένες με τη λογική της στρατηγικής αυτής. Η επιμελής αποφυγή ακόμη και του παραμικρού ανοίγματος προς την κοινωνία και η άντληση των συνεργατών του από τον σκληρό πυρήνα του βαθέως ΣΥΡΙΖΑ, ομολογούν ότι καθένας από αυτούς αντιπροσωπεύει μια πτυχή του ηγέτη τους. Όπως προκύπτει, οι υπουργοί και στις δύο κυβερνήσεις επελέγησαν όχι απλώς από τον στενό κύκλο του κόμματος του 3%, οι οποίοι είχαν εκπαιδευθεί στο πλαίσιο της κομματικής νομενκλατούρας, αλλά και με γνώμονα την προσωποπαγή σχέση που διατηρούσε μαζί τους.
Η Συριζαία Αριστερά προσήλθε στις διαπραγματεύσεις, όπως ακριβώς και οι πολιτικές δυνάμεις που προηγήθηκαν: χωρίς να εκδηλώσει την παραμικρή πρόθεση να αναλάβει την εκ βάθρων ανασύσταση των πυλώνων της καταστροφής, προκειμένου οι πολιτικές του κράτους να αντιστοιχηθούν με το συμφέρον της κοινωνικής συλλογικότητας, η πολιτική τάξη να επανεύρει τη νομιμοποίησή της στην κοινωνία, να αποκατασταθεί η σταθερότητα και η εμπιστοσύνη στη χώρα, να απελευθερωθούν οι υγιείς και οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, να προταχθεί τέλος ένα εναλλακτικό στην παρασιτική οικονομία μοντέλο.
Με διαφορετική διατύπωση, η Συριζαία Αριστερά δεν είχε ούτε φαίνεται να έχει κατά νουν να οδηγήσει τη χώρα στην υπέρβαση των μνημονίων. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει η πολιτική τάξη να υπερβεί τον εαυτό της, να βγει μπροστά από τις εξελίξεις, εναγκαλιζόμενη το κοινό συμφέρον. Στην περίπτωση αυτή, η διαπραγμάτευση με την τρόικα θα επανερχόταν στο πραγματικό της αντικείμενο, ήτοι στην αναδιάρθρωση του χρέους και στη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας. Και όχι στην περιοριστική επικέντρωση εκ μέρους της πολιτικής τάξης σε έναν ρόλο τοποτηρητή και λογιστή της πολιτικής των αγορών, που υπαγορεύει η τρόικα.
Η επισήμανση αυτή, υποδηλώνει ότι η επίλυση του εσωτερικού πολιτικού προβλήματος αποτελεί επίσης την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την όποια διαπραγμάτευση των υποθέσεων της χώρας με τους “εταίρους”. Διότι είναι διαφορετικό να επιχειρείς να μεταθέσεις το πρόβλημά σου στους τρίτους, από το να αναλάβεις τις ευθύνες σου, να άρεις την αιτία του και να βγεις μπροστά από τις εξελίξεις. Στην πρώτη περίπτωση, οι “άλλοι” θα προστρέξουν μόνο για να επωφεληθούν, εάν το συμφέρον τους το καλεί.
Οι δύο άλλες παράμετροι
Δυο άλλες παράμετροι, εξίσου σημαντικές για την επιτυχία της διαπραγμάτευσης, είναι η ακριβής επεξεργασία του σκοπού της και η γνώση του αντιπάλου / συνομιλητή σου, δηλαδή των συσχετισμών, που θα βαρύνουν στις συνομιλίες. Το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης καθορίσθηκε από τους άλλους, όχι από την ελληνική πλευρά. Η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε τους περιοριστικούς όρους της διαπραγμάτευσης στο ζήτημα της “εσωτερικής υποτίμησης”, δηλαδή στην υιοθέτηση πολιτικών που να συνάδουν με την ικανοποίηση των δανειστών, που δεν θα οδηγούν όμως στην ταχύτερη έξοδο από τις δαγκάνες τους.
Με τον τρόπο αυτόν, στη συνέχεια, η κυβέρνηση λειτούργησε ως εντεταλμένος διεκπεραιωτής της βούλησής τους, σε τέτοιο βαθμό ώστε να ελέγχεται από την τρόικα ακόμη και για την ακριβή μετάφραση των νομοσχεδίων του. Συνέδεσε, για παράδειγμα, το ζήτημα του κράτους μονοσήμαντα με τον αριθμό των υπαλλήλων και το μισθολογικό τους, όχι όμως με την ανασυγκρότηση του, με την αποτελεσματικότητα και τον σκοπό του.
Όμως, ακόμη και αν μειωθούν οι υπάλληλοι στο 80% το κράτος θα λειτουργεί κατά τον τρόπο του δυνάστη και θα αγκυλώνει στο βυθό την κοινωνία. Η Συριζαία Αριστερά επικεντρώθηκε στη λογιστική εφαρμογή μιας ακραίας φορολογικής πολιτικής, που εξωθεί στην αποδόμηση του παραγωγικού ιστού της χώρας, χωρίς ποτέ να εστιάσει ένα ελάχιστο ενδιαφέρον σε στοχευμένες οικονομικές πρωτοβουλίες που θα αποθαρρύνουν έστω τις παρασιτικές της παραφυάδες.
Ασύμμετροι κίνδυνοι
Να υποθέσουμε άραγε ότι μια άτακτη αποχώρηση της χώρας από το ευρώ δεν θα συνεπήγετο όντως ασύμμετρους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία και για την συνοχή της Ευρωζώνης; Προφανώς ναι, οπότε οι απώλειες από την απειλή αυτή θα ήσαν μεγαλύτερες από εκείνες μιας ισόρροπης συμφωνίας στο ζήτημα του χρέους. Εκτιμώ, επομένως, ότι το ζήτημα αυτό είναι πλέον σύνθετο από όσο επιχειρήθηκε να εμφανισθεί.
Η επιτυχία του εγχειρήματος, όμως, προϋπέθετε, αφενός ότι η χώρα θα είχε θωρακισθεί και τεθεί στο απυρόβλητο, ώστε να μην υποστεί τις συνέπειες ενός τέτοιου διαβήματος, ή ότι υπήρχε επωφελέστερη εναλλακτική λύση. Αφετέρου, την στρατηγική του σχεδίαση για να αποδώσει, να είναι πειστικό για να συνεκτιμηθεί κατά τις διαπραγματεύσεις. Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις είχαν ως πρόκριμα εντούτοις πρώτα την ολική ανασυγκρότηση του κράτους και στη συνέχεια την ακριβή εκτίμηση του διεθνούς παράγοντα, των συσχετισμών, των γεωπολιτικών αλλαγών που συντελούνται στον κόσμο και στην ΕΕ και προφανώς των στρατηγικών προτεραιοτήτων των εμπλεκομένων μερών.
Η ίδια η κυβέρνηση ομολόγησε ότι είχε πλήρη άγνοια όλων αυτών και ότι οδηγήθηκε σταδιακά στο απόλυτο αδιέξοδο με τους δανειστές, που μεταξύ των άλλων συνίστατο και στην, με δική της υπαιτιότητα, αποστράγγιση των οικονομικών αποθεμάτων της χώρας. Οι επτά μήνες της πρώτης διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ και εξίσου η συνέχειά της μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2015, έδειξαν ότι συμφωνεί απολύτως με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις να μην αγγιχθεί το καθεστώς της ολιγαρχικής κομματοκρατίας. Τούτο γίνεται εμφανές στο επίπεδο του πολιτικού λόγου, της πολιτικής διαχείρισης του μνημονίου, της προσέγγισης του κράτους και της κοινωνίας.
Οι επιλογές του ηγέτη του κόμματος είναι πλήρως ευθυγραμμισμένες με τη λογική της στρατηγικής αυτής. Η επιμελής αποφυγή ακόμη και του παραμικρού ανοίγματος προς την κοινωνία και η άντληση των συνεργατών του από τον σκληρό πυρήνα του βαθέως ΣΥΡΙΖΑ, ομολογούν ότι καθένας από αυτούς αντιπροσωπεύει μια πτυχή του ηγέτη τους. Όπως προκύπτει, οι υπουργοί και στις δύο κυβερνήσεις επελέγησαν όχι απλώς από τον στενό κύκλο του κόμματος του 3%, οι οποίοι είχαν εκπαιδευθεί στο πλαίσιο της κομματικής νομενκλατούρας, αλλά και με γνώμονα την προσωποπαγή σχέση που διατηρούσε μαζί τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου