Φως στην άκρη του τούνελ διαφαίνεται στις διαπραγματεύσεις Αθήνας-Σκοπίων,
αν και προς το παρόν τίποτα ακόμα δεν έχει οριστικοποιηθεί. Σύμφωνα με πληροφορίες, διαπιστώνοντας ότι η Δύση δεν ασκεί εκβιαστικές πιέσεις στην Αθήνα, η κυβέρνηση Ζάεφ έκανε ένα βήμα πίσω, ανοίγοντας τον δρόμο για να έλθουν οι δύο πλευρές σε ακτίνα συμφωνίας και κατ’ επέκτασιν να πραγματοποιηθεί η συνάντηση των δύο πρωθυπουργών στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της ΕΕ με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων στη Σόφια.
Όπως είναι γνωστό, οι δύο πλευρές έχουν κατ’ αρχήν συμφωνήσει στο όνομα Άνω Μακεδονία (GornaMakedonija), χωρίς να έχει φύγει από το τραπέζι το Νέα Μακεδονία (NovaMakedonija). Υπήρξε, όμως, διαφωνία για την εκφορά του. Η Αθήνα ζητούσε το όνομα να είναι μόνο στα σλαβικά, ενιαίο και αμετάφραστο (Γκορναμακεντόνιγια), ενώ τα Σκόπια αποδέχονταν να είναι δύο λέξεις και να μεταφράζεται.
Η δεύτερη και σημαντικότερη διαφωνία αφορά στο εύρος χρήσης του ονόματος. Η ελληνική πλευρά θέτει ως όρο το νέο όνομα να είναι το επίσημο όνομα του γειτονικού κράτους για όλες τις χρήσεις (και για το εξωτερικό και για το εσωτερικό). Οι Σλαβομακεδόνες αποδέχονταν αυτό το όνομα μόνο για διεθνή χρήση. Επέμεναν στο εσωτερικό να χρησιμοποιούν το σημερινό συνταγματικό όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας”.
Ο Κοτζιάς επιχείρησε στις διαπραγματεύσεις να εξασφαλίσει το “για όλες τις χρήσεις”, προσφέροντας ως αντάλλαγμα το όνομα του κράτους να είναι δύο λέξεις και να μεταφράζεται, όπως απαιτούσαν τα Σκόπια. Ο Ντιμιτρόφ, όμως, απέρριψε την πρόταση, αναγορεύοντας τη διατήρηση της συνταγματικής ονομασίας (“Δημοκρατία της Μακεδονίας”) σε κόκκινη γραμμή. Επιχειρηματολογώντας, μάλιστα, επικαλέσθηκε και το γεγονός ότι η κυβέρνηση Ζάεφ δεν διαθέτει την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να αλλάξει το Σύνταγμα.
Σε βάθος δύο χρόνων
Όταν, όμως, διαψεύσθηκαν οι ελπίδες των Σκοπίων για άσκηση εκβιαστικών πιέσεων στην Αθήνα από τη Δύση και διαπίστωσαν πως η κυβέρνηση Τσίπρα δεν πρόκειται να κάνει βήμα πίσω, αποδέχθηκαν το «για όλες τις χρήσεις», αλλά θέτοντας ως όρο η αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας να πραγματοποιηθεί όχι άμεσα, αλλά σε βάθος δύο χρόνων και στη βάση ενός συμφωνημένου οδικού χάρτη. Ως αντάλλαγμα ζητούν να προχωρήσει η διαδικασία άμεσης ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, καθώς και να δρομολογηθεί η ένταξή της στην ΕΕ.
Η ελληνική πλευρά δεν απορρίπτει αυτή την πρόταση, αλλά είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ότι τα Σκόπια θα δεσμευθούν πραγματικά και κατά τρόπο αμετάκλητο ότι θα αλλάξουν και τη συνταγματική ονομασία του κράτους. Ο τρόπος που συζητείται είναι η σύναψη ενός Διεθνούς Συμφώνου (με κύρωση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ), το οποίο να προβλέπει σαφώς ότι το όνομα Άνω Μακεδονία (εάν τελικώς επιλεγεί αυτό) θα γίνει το νέο συνταγματικό όνομα και μάλιστα κατά τρόπο που η αλλαγή αυτή να μην εξαρτάται από το συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ.
Ο Ζάεφ, όμως, έχει δεσμευθεί πολιτικά πως η όποια συμφωνία με την Αθήνα θα τεθεί προς έγκριση σε δημοψήφισμα. Όσοι γνωρίζουν το κλίμα που επικρατεί στη γειτονική χώρα εκτιμούν πως, λόγω του χρόνιου εθνικιστικού πυρετού, είναι πολύ δύσκολο η σλαβομακεδονική πλειονότητα να αποδεχθεί την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως εάν ο Σλαβομακεδόνας πρωθυπουργός εμμείνει στη δέσμευσή του, πιθανότατα θα προκύψει ανυπέρβλητο ναυάγιο.
Τα Σκόπια θα ήθελαν το δημοψήφισμα να πραγματοποιηθεί όταν θα έλθει η ώρα να αλλάξει η συνταγματική ονομασία. Με άλλα λόγια, θέλουν να πάρουν τοις μετρητοίς και να δώσουν μία υπόσχεση, η υλοποίηση της οποίας πιθανότατα θα ακυρωθεί μέσω του δημοψηφίσματος. Η Αθήνα, βεβαίως, έχει απορρίψει κάθε τέτοια ιδέα, γεγονός που εξωθεί τον Ζάεφ να εγκαταλείψει τη δέσμευσή του για δημοψήφισμα, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη της χώρας του στις ευρωατλαντικές δομές. Το βήμα αυτό, ωστόσο, δεν έχει γίνει ακόμα.
Ιθαγένεια και ταυτότητα
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι το όνομα της ιθαγένειας. Τα Σκόπια θέλουν η ιθαγένεια να παραμείνει «μακεδονική», όπως είναι σήμερα. Παντού και πάντα, όμως, το όνομα της ιθαγένειας είναι παράγωγο της κρατικής ονομασίας. Αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες της Άνω Μακεδονίας, ανεξαρτήτως εάν ανήκουν στη σλαβομακεδονική ή στην αλβανική εθνότητα, θα είναι Ανωμακεδόνες όσον αφορά την ιθαγένεια. Ένα παράδειγμα: το Βέλγιο είναι εταιρικό κράτος δύο εθνοτήτων, των Βαλόνων και των Φλαμανδών. Και οι δύο, όμως, είναι Βέλγοι όσον αφορά την ιθαγένεια, τη νομική σχέση τους με το κράτος, του οποίου είναι πολίτες.
Τέλος, όσον αφορά το όνομα της εθνότητας και της γλώσσας, σύμφωνα με τις υφιστάμενες πληροφορίες, έχει τεθεί από την ελληνική πλευρά, αλλά όχι κατά τρόπο που να συνιστά κόκκινη γραμμή. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στο επίπεδο αυτό δεν θα έχουμε αλλαγές. Αυτό που θεωρείται πιθανόν είναι η γλώσσα να αναφέρεται επισήμως ως «μακεντόνσκι», αλλά αμετάφραστα στη σλαβική εκδοχή του «μακεδονική».
Τα Σκόπια αναγκάζονται να κάνουν βήμα πίσω, απειδή αυτά έχουν το πρόβλημα κι όχι η Αθήνα. Αρχικά, η ελληνική κυβέρνηση πήγε στις διαπραγματεύσεις με πολύ λιγότερες απαιτήσεις. Ο Τσίπρας, όμως, έχει πάρει το μήνυμα από τα συλλαλητήρια και δεν διακινδυνεύει να έλθει σε μετωπική σύγκρουση με τη μεγάλη πλειονότητα του εκλογικού σώματος.
Ειδικά όταν έχει ανοικτό και δύσκολο μέτωπο με την Τουρκία και βεβαίως την απροθυμία των δανειστών να υποστηρίξουν με πράξεις το αφήγημα της καθαρής εξόδου από το Μνημόνιο. Γι’ αυτό και η ελληνική κυβέρνηση ύψωσε τον πήχη, αποδεχόμενη το ενδεχόμενο να μην προκύψει αποτέλεσμα. Η στάση της αυτή υποχρέωσε την κυβέρνηση Ζάεφ να εγκαταλείψει την αδιάλλακτη στάση της, ανοίγοντας μία προοπτική για συμφωνία.
Όπως είναι γνωστό, οι δύο πλευρές έχουν κατ’ αρχήν συμφωνήσει στο όνομα Άνω Μακεδονία (GornaMakedonija), χωρίς να έχει φύγει από το τραπέζι το Νέα Μακεδονία (NovaMakedonija). Υπήρξε, όμως, διαφωνία για την εκφορά του. Η Αθήνα ζητούσε το όνομα να είναι μόνο στα σλαβικά, ενιαίο και αμετάφραστο (Γκορναμακεντόνιγια), ενώ τα Σκόπια αποδέχονταν να είναι δύο λέξεις και να μεταφράζεται.
Η δεύτερη και σημαντικότερη διαφωνία αφορά στο εύρος χρήσης του ονόματος. Η ελληνική πλευρά θέτει ως όρο το νέο όνομα να είναι το επίσημο όνομα του γειτονικού κράτους για όλες τις χρήσεις (και για το εξωτερικό και για το εσωτερικό). Οι Σλαβομακεδόνες αποδέχονταν αυτό το όνομα μόνο για διεθνή χρήση. Επέμεναν στο εσωτερικό να χρησιμοποιούν το σημερινό συνταγματικό όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας”.
Ο Κοτζιάς επιχείρησε στις διαπραγματεύσεις να εξασφαλίσει το “για όλες τις χρήσεις”, προσφέροντας ως αντάλλαγμα το όνομα του κράτους να είναι δύο λέξεις και να μεταφράζεται, όπως απαιτούσαν τα Σκόπια. Ο Ντιμιτρόφ, όμως, απέρριψε την πρόταση, αναγορεύοντας τη διατήρηση της συνταγματικής ονομασίας (“Δημοκρατία της Μακεδονίας”) σε κόκκινη γραμμή. Επιχειρηματολογώντας, μάλιστα, επικαλέσθηκε και το γεγονός ότι η κυβέρνηση Ζάεφ δεν διαθέτει την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να αλλάξει το Σύνταγμα.
Σε βάθος δύο χρόνων
Όταν, όμως, διαψεύσθηκαν οι ελπίδες των Σκοπίων για άσκηση εκβιαστικών πιέσεων στην Αθήνα από τη Δύση και διαπίστωσαν πως η κυβέρνηση Τσίπρα δεν πρόκειται να κάνει βήμα πίσω, αποδέχθηκαν το «για όλες τις χρήσεις», αλλά θέτοντας ως όρο η αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας να πραγματοποιηθεί όχι άμεσα, αλλά σε βάθος δύο χρόνων και στη βάση ενός συμφωνημένου οδικού χάρτη. Ως αντάλλαγμα ζητούν να προχωρήσει η διαδικασία άμεσης ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, καθώς και να δρομολογηθεί η ένταξή της στην ΕΕ.
Η ελληνική πλευρά δεν απορρίπτει αυτή την πρόταση, αλλά είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ότι τα Σκόπια θα δεσμευθούν πραγματικά και κατά τρόπο αμετάκλητο ότι θα αλλάξουν και τη συνταγματική ονομασία του κράτους. Ο τρόπος που συζητείται είναι η σύναψη ενός Διεθνούς Συμφώνου (με κύρωση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ), το οποίο να προβλέπει σαφώς ότι το όνομα Άνω Μακεδονία (εάν τελικώς επιλεγεί αυτό) θα γίνει το νέο συνταγματικό όνομα και μάλιστα κατά τρόπο που η αλλαγή αυτή να μην εξαρτάται από το συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ.
Ο Ζάεφ, όμως, έχει δεσμευθεί πολιτικά πως η όποια συμφωνία με την Αθήνα θα τεθεί προς έγκριση σε δημοψήφισμα. Όσοι γνωρίζουν το κλίμα που επικρατεί στη γειτονική χώρα εκτιμούν πως, λόγω του χρόνιου εθνικιστικού πυρετού, είναι πολύ δύσκολο η σλαβομακεδονική πλειονότητα να αποδεχθεί την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως εάν ο Σλαβομακεδόνας πρωθυπουργός εμμείνει στη δέσμευσή του, πιθανότατα θα προκύψει ανυπέρβλητο ναυάγιο.
Τα Σκόπια θα ήθελαν το δημοψήφισμα να πραγματοποιηθεί όταν θα έλθει η ώρα να αλλάξει η συνταγματική ονομασία. Με άλλα λόγια, θέλουν να πάρουν τοις μετρητοίς και να δώσουν μία υπόσχεση, η υλοποίηση της οποίας πιθανότατα θα ακυρωθεί μέσω του δημοψηφίσματος. Η Αθήνα, βεβαίως, έχει απορρίψει κάθε τέτοια ιδέα, γεγονός που εξωθεί τον Ζάεφ να εγκαταλείψει τη δέσμευσή του για δημοψήφισμα, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη της χώρας του στις ευρωατλαντικές δομές. Το βήμα αυτό, ωστόσο, δεν έχει γίνει ακόμα.
Ιθαγένεια και ταυτότητα
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι το όνομα της ιθαγένειας. Τα Σκόπια θέλουν η ιθαγένεια να παραμείνει «μακεδονική», όπως είναι σήμερα. Παντού και πάντα, όμως, το όνομα της ιθαγένειας είναι παράγωγο της κρατικής ονομασίας. Αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες της Άνω Μακεδονίας, ανεξαρτήτως εάν ανήκουν στη σλαβομακεδονική ή στην αλβανική εθνότητα, θα είναι Ανωμακεδόνες όσον αφορά την ιθαγένεια. Ένα παράδειγμα: το Βέλγιο είναι εταιρικό κράτος δύο εθνοτήτων, των Βαλόνων και των Φλαμανδών. Και οι δύο, όμως, είναι Βέλγοι όσον αφορά την ιθαγένεια, τη νομική σχέση τους με το κράτος, του οποίου είναι πολίτες.
Τέλος, όσον αφορά το όνομα της εθνότητας και της γλώσσας, σύμφωνα με τις υφιστάμενες πληροφορίες, έχει τεθεί από την ελληνική πλευρά, αλλά όχι κατά τρόπο που να συνιστά κόκκινη γραμμή. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στο επίπεδο αυτό δεν θα έχουμε αλλαγές. Αυτό που θεωρείται πιθανόν είναι η γλώσσα να αναφέρεται επισήμως ως «μακεντόνσκι», αλλά αμετάφραστα στη σλαβική εκδοχή του «μακεδονική».
Τα Σκόπια αναγκάζονται να κάνουν βήμα πίσω, απειδή αυτά έχουν το πρόβλημα κι όχι η Αθήνα. Αρχικά, η ελληνική κυβέρνηση πήγε στις διαπραγματεύσεις με πολύ λιγότερες απαιτήσεις. Ο Τσίπρας, όμως, έχει πάρει το μήνυμα από τα συλλαλητήρια και δεν διακινδυνεύει να έλθει σε μετωπική σύγκρουση με τη μεγάλη πλειονότητα του εκλογικού σώματος.
Ειδικά όταν έχει ανοικτό και δύσκολο μέτωπο με την Τουρκία και βεβαίως την απροθυμία των δανειστών να υποστηρίξουν με πράξεις το αφήγημα της καθαρής εξόδου από το Μνημόνιο. Γι’ αυτό και η ελληνική κυβέρνηση ύψωσε τον πήχη, αποδεχόμενη το ενδεχόμενο να μην προκύψει αποτέλεσμα. Η στάση της αυτή υποχρέωσε την κυβέρνηση Ζάεφ να εγκαταλείψει την αδιάλλακτη στάση της, ανοίγοντας μία προοπτική για συμφωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου