Η Ομοσπονδία μας, πιστή στον αγώνα βελτίωσης της ποιότητας της Παιδείας και της προάσπισης των συμφερόντων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών, άσκησε τις προηγούμενες ημέρες στο ΣτΕ (μέσω της διαδικασίας της πιλοτικής δίκης) αίτηση ακύρωσης κατά του νόμου 4713/2020 για την
ιδιωτική εκπαίδευση. Πιο συγκεκριμένα, η αίτηση ασκήθηκε κατά της διοικητικής πράξης με την οποία λύθηκε η εργασιακή σχέση συναδέλφου μας ιδιωτικού εκπαιδευτικού με ιδιωτικό εκπαιδευτήριο.
Η προσφυγή μας και η ενδεχόμενη δικαίωση από το ΣτΕ είναι κεφαλαιώδους σημασίας, όχι μόνο για το χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, αλλά για το εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του. H διατήρηση του σημερινού καθεστώτος απορρύθμισης στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια με την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας να είναι πλέον τυπική, οδηγεί μοιραία σε ένα χάος ασυδοσίας και ανομίας, με κυριότερη επίπτωση την αλλοίωση των διαδικασιών που οδηγούν στην έκδοση τίτλων σπουδών. Το κύμα άγριας εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης θα ακυρώσει το δημόσιο σχολείο και θα ανοίξει διάπλατα το δρόμο στην σταδιακή αντικατάστασή του από μορφές ασύδοτης επιχειρηματικότητας που διέλυσαν τα εκπαιδευτικά συστήματα στη Βρετανία και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Το νομοθετικό πλαίσιο και η καταστρατήγηση του Συντάγματος
Όπως ορθά παρατήρησε σε άρθρο του ο έγκριτος Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης Χ. Ανθόπουλος, ο Ν. 4713/2020 ανέτρεψε ένα καθεστώς 80 ετών που προέβλεπε τη διαφύλαξη της επιστημονικής και ακαδημαϊκής αυτονομίας του ιδιωτικού εκπαιδευτικού και μετέτρεψε σε tabula rasa το άρθρο 16 του Συντάγματος μετατρέποντας τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια σε αμιγείς επιχειρήσεις.
Όπως όμως έχει κατ’ επανάληψη κριθεί από τα Ανώτατα Δικαστήρια (ενδεικτικά αναφέρουμε την απόφαση της Ολ. ΣτΕ 622/2010), τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια δεν αποτελούν αμιγείς επιχειρήσεις και οι νομοθετικές ρυθμίσεις θα πρέπει να εξασφαλίζουν όπως ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς σταθερές, κατά το δυνατόν, συνθήκες εργασίας, ώστε να μπορούν απερίσπαστα να εκτελούν τα καθήκοντά όπως για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του σκοπού όπως Παιδείας, ο οποίος, έχει αναχθεί σε συνταγματικό λόγο δημοσίου συμφέροντος.
Για τους λόγους αυτούς, όλες οι νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων δεκαετιών (με εξαίρεση το Ν. 4254/2014 επί Υπουργίας Αρβανιτόπουλου που απορρύθμιζε το χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης και προκάλεσε την παρέμβαση της Ε.Ε.) εκπλήρωναν τη συνταγματική επιταγή για έλεγχο των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών από το Υπουργείο Παιδείας. Ακόμη και μετά την ψήφιση του Ν. 3848/2010 που προέβλεπε αναιτιώδη καταγγελία σύμβασης ενός εκπαιδευτικού ανά σχολική βαθμίδα, ομόφωνη απόφαση του ΝΣΚ (4/2012) επέβαλε τον έλεγχο νομιμότητας και καταχρηστικότητας των καταγγελιών αυτών από υπηρεσιακά συμβούλια.
Επομένως, η μεταφορά των εργασιακών σχέσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στο Υπουργείο Εργασίας αποτελεί παραβίαση της συνταγματικής πρόβλεψης τόσο λόγω της λειτουργίας των ιδιωτικών σχολείων ως αμιγών επιχειρήσεων όσο και λόγω της καταστρατήγησης της αυτονομίας και της ελευθερίας του ιδιωτικού εκπαιδευτικού λειτουργού.
Επιπλέον, η ψήφιση του νόμου αυτού κατά του οποίου προσφεύγει η ΟΙΕΛΕ ανέτρεψε το ρυθμιστικό πλαίσιο εποπτείας της ιδιωτικής εκπαίδευσης που επέβαλε στην Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με απόφασή της το 2014 μετά τα διαπιστωμένα σκάνδαλα της έκδοσης παράνομων τίτλων σπουδών και το χάος που επέφεραν οι ρυθμίσεις του νόμου Αρβανιτόπουλου. Τις ευρωπαϊκές οδηγίες για την διασφάλιση της νομιμότητας των τίτλων σπουδών εφάρμοσαν οι Ν. 4415/2016 και 4472/2017 που έθεσαν τα κατά το Σύνταγμα όρια εποπτείας στις εργασιακές σχέσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, ώστε να διασφαλίζεται η αυτονομία τους και να μην καθίστανται ευάλωτοι σε πιέσεις και απειλές.
Η αίτηση ακύρωσης του Ν. 4713/2020 της ΟΙΕΛΕ στο ΣτΕ
‘Οπως προαναφέρθηκε, η Ομοσπονδία μας προχώρησε σε αίτηση ακύρωσης του νόμου Κεραμέως για την ιδιωτική εκπαίδευση στο ΣτΕ με τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης. Πιο συγκεκριμένα, η ΟΙΕΛΕ ζητά την ακύρωση μιας καταγγελίας σύμβασης ιδιωτικού εκπαιδευτικού με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού.
Η συγκεκριμένη καταγγελία σύμβασης είναι τυπική απεικόνιση της πλειονότητας των δεκάδων καταγγελιών σύμβασης που έλαβαν χώρα στην ιδιωτική εκπαίδευση μετά την ψήφιση νόμου 4713/2020 τον περασμένο Ιούλιο. Καταγγελίες σύμβασης εκδικητικές που στόχευαν σε εκπαιδευτικούς με πολλά έτη προϋπηρεσίας, με αυξημένα προσόντα, με έντονη κοινωνική δράση που συχνά διεκδικούσαν ατομικά ή συλλογικά αιτήματα, ακόμη και στη μέση της σχολικής χρονιάς, ή αμέσως μετά τη λήξη της προστασίας μητρότητας. Η πρακτική αυτή αποτελεί την πιο καθαρή απόδειξη ότι ο νόμος αυτός δεν ψηφίστηκε για το καλό της εκπαίδευσης, αλλά ήταν ένα πολιτικό «δώρο» στο λόμπι των ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολείων, ώστε να καταργηθεί η επιβαλλόμενη από την Ε.Ε. - για τη διασφάλιση της νομιμότητας των τίτλων σπουδών - εποπτεία των ιδιωτικών σχολείων και των εργασιακών σχέσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών.
Στην αίτησή μας αυτή προβάλαμε την αντίθεση των διατάξεων του νόμου Κεραμέως για τις εργασιακές σχέσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με τις διατάξεις των άρθρων 16, παρ. 2 και 8, του Συντάγματος, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, κατοχυρώνεται η παιδεία που παρέχεται στην ιδιωτική εκπαίδευση ως δημόσιο λειτούργημα υποκείμενο σε αυστηρή κρατική εποπτεία ώστε να προστατεύεται και να κατοχυρώνεται η εκπαιδευτική αυτονομία, ελευθερία και αξιοπρέπεια των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών. Κατά παράβαση των επιταγών του Συντάγματος, οι παραπάνω διατάξεις του Ν. 4713/2020, οι οποίες ρυθμίζουν πλέον την απόλυση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών, κατήργησαν επί της ουσίας το καθεστώς εποπτείας της Πολιτείας και θέσπισαν την αρχή της αναιτιώδους καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους. Το νέο αυτό καθεστώς, το οποίο δεν βασίζεται σε σαφή και αντικειμενικά κριτήρια και καταργεί την προσήκουσα κρατική εποπτεία επί των αποφάσεων των ιδιοκτητών ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, δεν υπηρετεί την εύρυθμη λειτουργία της εκπαίδευσης, αλλά επιδιώκει αμιγώς οικονομικούς σκοπούς. Δίδει έτσι αυθαίρετο προβάδισμα στην επιχειρηματική ελευθερία των ιδιοκτητών ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και θίγει τον πυρήνα της εκπαιδευτικής ελευθερίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών.
Η αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 10 του Ν. 4713/2020 αποτελεί κρίσιμο ζήτημα που αφορά όχι μόνο το σύνολο των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών και την ομαλή λειτουργία του συνόλου των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, αλλά συνολικά το χώρο της εκπαίδευσης και την ελληνική κοινωνία. Έχουμε εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη ότι, παρά τις πιέσεις που θα ασκηθούν, θα προστατέψει το εκπαιδευτικό λειτούργημα, το κοινωνικό αγαθό της Παιδείας και τη νομιμότητα των τίτλων σπουδών που τα ιδιωτικά σχολεία εκδίδουν, ώστε η ακαδημαϊκή πρόοδος και η πρόσβαση στην αγορά εργασίας να μην είναι προνόμιο των ολίγων αλλά ισότιμη δυνατότητα για κάθε παιδί, ανεξαρτήτως κοινωνικής και οικονομικής προέλευσης.
Για το Δ.Σ. της ΟΙΕΛΕ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΡΟΥΤΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η προσφυγή μας και η ενδεχόμενη δικαίωση από το ΣτΕ είναι κεφαλαιώδους σημασίας, όχι μόνο για το χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, αλλά για το εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του. H διατήρηση του σημερινού καθεστώτος απορρύθμισης στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια με την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας να είναι πλέον τυπική, οδηγεί μοιραία σε ένα χάος ασυδοσίας και ανομίας, με κυριότερη επίπτωση την αλλοίωση των διαδικασιών που οδηγούν στην έκδοση τίτλων σπουδών. Το κύμα άγριας εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης θα ακυρώσει το δημόσιο σχολείο και θα ανοίξει διάπλατα το δρόμο στην σταδιακή αντικατάστασή του από μορφές ασύδοτης επιχειρηματικότητας που διέλυσαν τα εκπαιδευτικά συστήματα στη Βρετανία και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Το νομοθετικό πλαίσιο και η καταστρατήγηση του Συντάγματος
Όπως ορθά παρατήρησε σε άρθρο του ο έγκριτος Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης Χ. Ανθόπουλος, ο Ν. 4713/2020 ανέτρεψε ένα καθεστώς 80 ετών που προέβλεπε τη διαφύλαξη της επιστημονικής και ακαδημαϊκής αυτονομίας του ιδιωτικού εκπαιδευτικού και μετέτρεψε σε tabula rasa το άρθρο 16 του Συντάγματος μετατρέποντας τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια σε αμιγείς επιχειρήσεις.
Όπως όμως έχει κατ’ επανάληψη κριθεί από τα Ανώτατα Δικαστήρια (ενδεικτικά αναφέρουμε την απόφαση της Ολ. ΣτΕ 622/2010), τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια δεν αποτελούν αμιγείς επιχειρήσεις και οι νομοθετικές ρυθμίσεις θα πρέπει να εξασφαλίζουν όπως ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς σταθερές, κατά το δυνατόν, συνθήκες εργασίας, ώστε να μπορούν απερίσπαστα να εκτελούν τα καθήκοντά όπως για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του σκοπού όπως Παιδείας, ο οποίος, έχει αναχθεί σε συνταγματικό λόγο δημοσίου συμφέροντος.
Για τους λόγους αυτούς, όλες οι νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων δεκαετιών (με εξαίρεση το Ν. 4254/2014 επί Υπουργίας Αρβανιτόπουλου που απορρύθμιζε το χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης και προκάλεσε την παρέμβαση της Ε.Ε.) εκπλήρωναν τη συνταγματική επιταγή για έλεγχο των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών από το Υπουργείο Παιδείας. Ακόμη και μετά την ψήφιση του Ν. 3848/2010 που προέβλεπε αναιτιώδη καταγγελία σύμβασης ενός εκπαιδευτικού ανά σχολική βαθμίδα, ομόφωνη απόφαση του ΝΣΚ (4/2012) επέβαλε τον έλεγχο νομιμότητας και καταχρηστικότητας των καταγγελιών αυτών από υπηρεσιακά συμβούλια.
Επομένως, η μεταφορά των εργασιακών σχέσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στο Υπουργείο Εργασίας αποτελεί παραβίαση της συνταγματικής πρόβλεψης τόσο λόγω της λειτουργίας των ιδιωτικών σχολείων ως αμιγών επιχειρήσεων όσο και λόγω της καταστρατήγησης της αυτονομίας και της ελευθερίας του ιδιωτικού εκπαιδευτικού λειτουργού.
Επιπλέον, η ψήφιση του νόμου αυτού κατά του οποίου προσφεύγει η ΟΙΕΛΕ ανέτρεψε το ρυθμιστικό πλαίσιο εποπτείας της ιδιωτικής εκπαίδευσης που επέβαλε στην Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με απόφασή της το 2014 μετά τα διαπιστωμένα σκάνδαλα της έκδοσης παράνομων τίτλων σπουδών και το χάος που επέφεραν οι ρυθμίσεις του νόμου Αρβανιτόπουλου. Τις ευρωπαϊκές οδηγίες για την διασφάλιση της νομιμότητας των τίτλων σπουδών εφάρμοσαν οι Ν. 4415/2016 και 4472/2017 που έθεσαν τα κατά το Σύνταγμα όρια εποπτείας στις εργασιακές σχέσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, ώστε να διασφαλίζεται η αυτονομία τους και να μην καθίστανται ευάλωτοι σε πιέσεις και απειλές.
Η αίτηση ακύρωσης του Ν. 4713/2020 της ΟΙΕΛΕ στο ΣτΕ
‘Οπως προαναφέρθηκε, η Ομοσπονδία μας προχώρησε σε αίτηση ακύρωσης του νόμου Κεραμέως για την ιδιωτική εκπαίδευση στο ΣτΕ με τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης. Πιο συγκεκριμένα, η ΟΙΕΛΕ ζητά την ακύρωση μιας καταγγελίας σύμβασης ιδιωτικού εκπαιδευτικού με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού.
Η συγκεκριμένη καταγγελία σύμβασης είναι τυπική απεικόνιση της πλειονότητας των δεκάδων καταγγελιών σύμβασης που έλαβαν χώρα στην ιδιωτική εκπαίδευση μετά την ψήφιση νόμου 4713/2020 τον περασμένο Ιούλιο. Καταγγελίες σύμβασης εκδικητικές που στόχευαν σε εκπαιδευτικούς με πολλά έτη προϋπηρεσίας, με αυξημένα προσόντα, με έντονη κοινωνική δράση που συχνά διεκδικούσαν ατομικά ή συλλογικά αιτήματα, ακόμη και στη μέση της σχολικής χρονιάς, ή αμέσως μετά τη λήξη της προστασίας μητρότητας. Η πρακτική αυτή αποτελεί την πιο καθαρή απόδειξη ότι ο νόμος αυτός δεν ψηφίστηκε για το καλό της εκπαίδευσης, αλλά ήταν ένα πολιτικό «δώρο» στο λόμπι των ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολείων, ώστε να καταργηθεί η επιβαλλόμενη από την Ε.Ε. - για τη διασφάλιση της νομιμότητας των τίτλων σπουδών - εποπτεία των ιδιωτικών σχολείων και των εργασιακών σχέσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών.
Στην αίτησή μας αυτή προβάλαμε την αντίθεση των διατάξεων του νόμου Κεραμέως για τις εργασιακές σχέσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με τις διατάξεις των άρθρων 16, παρ. 2 και 8, του Συντάγματος, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, κατοχυρώνεται η παιδεία που παρέχεται στην ιδιωτική εκπαίδευση ως δημόσιο λειτούργημα υποκείμενο σε αυστηρή κρατική εποπτεία ώστε να προστατεύεται και να κατοχυρώνεται η εκπαιδευτική αυτονομία, ελευθερία και αξιοπρέπεια των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών. Κατά παράβαση των επιταγών του Συντάγματος, οι παραπάνω διατάξεις του Ν. 4713/2020, οι οποίες ρυθμίζουν πλέον την απόλυση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών, κατήργησαν επί της ουσίας το καθεστώς εποπτείας της Πολιτείας και θέσπισαν την αρχή της αναιτιώδους καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους. Το νέο αυτό καθεστώς, το οποίο δεν βασίζεται σε σαφή και αντικειμενικά κριτήρια και καταργεί την προσήκουσα κρατική εποπτεία επί των αποφάσεων των ιδιοκτητών ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, δεν υπηρετεί την εύρυθμη λειτουργία της εκπαίδευσης, αλλά επιδιώκει αμιγώς οικονομικούς σκοπούς. Δίδει έτσι αυθαίρετο προβάδισμα στην επιχειρηματική ελευθερία των ιδιοκτητών ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και θίγει τον πυρήνα της εκπαιδευτικής ελευθερίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών.
Η αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 10 του Ν. 4713/2020 αποτελεί κρίσιμο ζήτημα που αφορά όχι μόνο το σύνολο των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών και την ομαλή λειτουργία του συνόλου των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, αλλά συνολικά το χώρο της εκπαίδευσης και την ελληνική κοινωνία. Έχουμε εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη ότι, παρά τις πιέσεις που θα ασκηθούν, θα προστατέψει το εκπαιδευτικό λειτούργημα, το κοινωνικό αγαθό της Παιδείας και τη νομιμότητα των τίτλων σπουδών που τα ιδιωτικά σχολεία εκδίδουν, ώστε η ακαδημαϊκή πρόοδος και η πρόσβαση στην αγορά εργασίας να μην είναι προνόμιο των ολίγων αλλά ισότιμη δυνατότητα για κάθε παιδί, ανεξαρτήτως κοινωνικής και οικονομικής προέλευσης.
Για το Δ.Σ. της ΟΙΕΛΕ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΡΟΥΤΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου