Την ανάγκη να υπάρξουν ριζικές αλλαγές στο πλαίσιο λειτουργίας του ευρωπαϊκού πολιτικού και οικονομικού χώρου υπογράμμισε με σημαντική παρέμβασή του στη Διάσκεψη για... τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων o πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Mario Draghi.
Όπως είπε, «Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ανταγωνιστικότητα ήταν επίμαχο ζήτημα για την Ευρώπη.
Το 1994, ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman χαρακτήρισε την εστίαση στην ανταγωνιστικότητα “επικίνδυνη εμμονή”.
Το επιχείρημά του ήταν ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη μπορεί να προέλθει από την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία τους ωφελεί όλους, και όχι από την προσπάθεια βελτίωσης της σχετικής θέσης κάποιου έναντι των άλλων, προκειμένου να κατακτήσει μερίδιο στην ανάπτυξη.
Η προσέγγιση που ακολουθήσαμε για την ανταγωνιστικότητα στην Ευρώπη μετά την κρίση του δημόσιου χρέους φάνηκε να αποδεικνύει την άποψη του.
Προσπαθήσαμε να μειώσουμε το μισθολογικό κόστος…
Αυτό, σε συνδυασμό με μια προκυκλική δημοσιονομική πολιτική, είχε ως αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η εσωτερική ζήτηση και να υπονομευθεί το κοινωνικό μας μοντέλο.
Αλλά το βασικό ζήτημα δεν είναι ότι η ανταγωνιστικότητα είναι μια λανθασμένη έννοια, αλλά ότι η Ευρώπη είχε λάθος εστίαση».
Σύμφωνα με τον Draghi, «οι ανταγωνιστές μας, ακόμη και σε τομείς όπως η άμυνα και η ενέργεια όπου έχουμε βαθιά κοινά συμφέροντα, μας πιέζουν.
Ταυτόχρονα, δεν κοιτάξαμε αρκετά προς τα έξω: επικεντρωθήκαμε στα θετικά εμπορικά ισοζύγια και, τελικά, δεν δώσαμε αρκετή προσοχή στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα, που είναι ένα σοβαρό ζήτημα πολιτικής.
Όταν το διεθνές περιβάλλον ήταν ευνοϊκό, εμπιστευτήκαμε τους εταίρους μας για την τήρηση των όρων ανταγωνισμού και τη διεθνή τάξη, περιμένοντας ότι και άλλοι θα έκαναν το ίδιο.
Τώρα όμως ο κόσμος αλλάζει ραγδαία και έχουμε δεχτεί τον απόλυτο αιφνιδιασμό.
Το πιο σημαντικό είναι ότι άλλα κράτη δεν παίζουν πλέον με τους κανόνες και εφαρμόζουν πολιτικές για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Στην καλύτερη περίπτωση, αυτές οι πολιτικές έχουν σχεδιαστεί για να ανακατευθύνουν τις επενδύσεις προς τις δικές τους οικονομίες σε βάρος των δικών μας και στη χειρότερη, έχουν σχεδιαστεί για να μας κάνουν μόνιμα εξαρτημένους από αυτούς.
Η Κίνα, για παράδειγμα, στοχεύει να συλλάβει και να εσωτερικεύσει όλα τα μέρη της εφοδιαστικής αλυσίδας σε πράσινες και προηγμένες τεχνολογίες και διασφαλίζει την πρόσβαση στους απαιτούμενους πόρους.
Αυτή η ταχεία επέκταση της προσφοράς οδηγεί σε σημαντική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σε πολλούς τομείς και απειλεί να υποβαθμίσει τις βιομηχανίες μας.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, χρησιμοποιούν μεγάλης κλίμακας βιομηχανική πολιτική για να προσελκύσουν εγχώρια παραγωγική ικανότητα υψηλής αξίας εντός των συνόρων τους –συμπεριλαμβανομένης αυτής των ευρωπαϊκών εταιρειών– ενώ χρησιμοποιούν προστατευτισμό για να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές και να αναπτύξουν τη γεωπολιτική τους δύναμη για να επαναπροσανατολίσουν και να εξασφαλίσουν εφοδιαστικές αλυσίδες.
Δεν είχαμε ποτέ μια ισοδύναμη “βιομηχανική συμφωνία” σε επίπεδο ΕΕ, παρόλο που η Επιτροπή έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να καλύψει αυτό το κενό.
Ως εκ τούτου, παρά μια σειρά θετικών πρωτοβουλιών που βρίσκονται σε εξέλιξη, εξακολουθούμε να μην έχουμε μια συνολική στρατηγική για το πώς να ανταποκριθούμε σε πολλούς τομείς».
Στρατηγική
«Μας λείπει μια στρατηγική για τις νέες τεχνολογίες.
Σήμερα επενδύουμε λιγότερο σε ψηφιακές και προηγμένες τεχνολογίες από τις ΗΠΑ και την Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας, και έχουμε μόνο τέσσερις παγκόσμιους ευρωπαίους παίκτες μεταξύ των κορυφαίων 50 παγκοσμίως.
Μας λείπει μια στρατηγική για την προστασία των παραδοσιακών βιομηχανιών μας στο τρέχον άνισο παγκόσμιο πεδίο ανταγωνισμού που προκαλείται από ασυμμετρίες στους κανονισμούς, τις επιδοτήσεις και τις εμπορικές πολιτικές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας.
Σε άλλα κράτη, αυτές οι βιομηχανίες όχι μόνο αντιμετωπίζουν χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, αλλά αντιμετωπίζουν επίσης χαμηλότερο ρυθμιστικό φόρτο.
Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, λαμβάνουν τεράστιες επιδοτήσεις που απειλούν άμεσα την ανταγωνιστική ικανότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Χωρίς στρατηγικά σχεδιασμένες και συντονισμένες δράσεις πολιτικής, είναι λογικό ορισμένες από τις βιομηχανίες μας να κλείσουν την παραγωγική τους ικανότητα ή να μετεγκατασταθούν εκτός της ΕΕ.
Μας λείπει επίσης μια στρατηγική για να διασφαλίσουμε ότι έχουμε τους πόρους και τις εισροές που χρειαζόμαστε για να εκπληρώσουμε τις φιλοδοξίες μας χωρίς να αυξήσουμε τις εξαρτήσεις μας.
Δικαίως έχουμε μια φιλόδοξη ατζέντα για το κλίμα στην Ευρώπη και σκληρούς στόχους για τα ηλεκτρικά οχήματα.
Αλλά σε έναν κόσμο όπου οι αντίπαλοί μας ελέγχουν πολλούς από τους πόρους που χρειαζόμαστε, μια τέτοια ατζέντα πρέπει να συνδυαστεί με ένα σχέδιο για την ασφάλεια της εφοδιαστικής μας αλυσίδας – από κρίσιμα ορυκτά έως μπαταρίες έως υποδομές φόρτισης.
Η απάντησή μας είναι αδύναμη επειδή η οργάνωσή μας, η λήψη αποφάσεων και η χρηματοδότησή μας έχουν σχεδιαστεί για “τον κόσμο του χθες” – πριν από τον Covid, πριν από την Ουκρανία, πριν από την ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, πριν από την επιστροφή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων.
Χρειαζόμαστε όμως μια ΕΕ που να είναι κατάλληλη για τον κόσμο του σήμερα και του αύριο.
Αυτό που προτείνω λοιπίν στην έκθεση που μου ζήτησε ο Πρόεδρος της Επιτροπής να ετοιμάσω είναι ριζική αλλαγή, γιατί αυτό χρειάζεται.
Θα χρειαστεί να επιτύχουμε μετασχηματισμό σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία.
Πρέπει να είμαστε σε θέση να βασιζόμαστε σε ενεργειακά συστήματα χωρίς άνθρακα.
Θέλουμε ένα ολοκληρωμένο και επαρκές αμυντικό σύστημα με βάση την ΕΕ•
Θέλουμε εγχώρια παραγωγή στους πιο καινοτόμους και ταχέως αναπτυσσόμενους τομείς και ηγετική θέση στην τεχνολογία και την ψηφιακή καινοτομία» σημείωσε ο σούπερ Mario.
Τα τρία «νήματα»…
Σύμφωνα με τον Draghi, «οι ανταγωνιστές μας κινούνται γρήγορα.
Απαιτούνται άμεσα ενέργειες…
Στην έκθεσή μου, εστιάζουμε σε δέκα μακροοικονομικούς τομείς.
Κάθε τομέας απαιτεί συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και εργαλεία.
Ωστόσο, υπάρχουν τρία αναδυόμενα κοινά νήματα για παρεμβάσεις πολιτικής.
Το πρώτο είναι η ενεργοποίηση οικονομιών κλίμακας.
Οι ανταγωνιστές μας εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι έχουν δημιουργήσει τεράστιες οικονομίες κλίμακας.
Αυξάνουν τις επενδύσεις και κατακτούν μερίδια αγοράς σε κλάδους μείζονος σημασίας.
Στην Ευρώπη έχουμε πλεονεκτήματα τέτοιου είδους, δεδομένου ότι είμαστε μια μεγάλη αγορά, ωστόσο ο κατακερματισμός μας εμποδίζει.
Σε ό,τι αφορά την αμυντική βιομηχανία, για παράδειγμα, η έλλειψη κλίμακας εμποδίζει την ανάπτυξή της, γεγονός το οποίο είναι ένα πρόβλημα που αναγνωρίζεται στην πρόσφατη ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική στρατηγική.
Οι πέντε κορυφαίοι παίκτες στις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 80% της μεγαλύτερης αγοράς τους, ενώ στην Ευρώπη το 45%.
Αυτή η διαφορά προκύπτει σε μεγάλο βαθμό επειδή οι αμυντικές δαπάνες της ΕΕ είναι κατακερματισμένες.
Οι κυβερνήσεις δεν προμηθεύονται πολλά μαζί – οι συνεργατικές προμήθειες αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 20% των δαπανών – και δεν εστιάζουν αρκετά στη δική μας αγορά: σχεδόν το 80% των προμηθειών τα τελευταία δύο χρόνια προέρχονταν από χώρες εκτός ΕΕ.
Για να ανταποκριθούμε στις νέες ανάγκες άμυνας και ασφάλειας, πρέπει να εντείνουμε τις κοινές μας προμήθειες, να αυξήσουμε τον συντονισμό των δαπανών μας και τη διαλειτουργικότητα του εξοπλισμού μας και να μειώσουμε ουσιαστικά τις διεθνείς μας εξαρτήσεις.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι τηλεπικοινωνίες.
Έχουμε μια αγορά περίπου 450 εκατομμυρίων καταναλωτών στην ΕΕ, αλλά οι κατά κεφαλήν επενδύσεις είναι οι μισές από αυτές των ΗΠΑ και υστερούμε στην ανάπτυξη 5G και οπτικών ινών.
Ένας λόγος γι’ αυτό το κενό είναι ότι έχουμε 34 ομάδες δικτύων κινητής τηλεφωνίας στην Ευρώπη –και αυτή είναι μια συντηρητική εκτίμηση, έχουμε στην πραγματικότητα πολύ περισσότερες– που όμως λειτουργούν σε εθνική κλίμακα, έναντι τριών στις ΗΠΑ και τεσσάρων στην Κίνα.
Για να παράγουμε περισσότερες επενδύσεις, πρέπει να εξορθολογίσουμε και να εναρμονίσουμε τους κανονισμούς τηλεπικοινωνιών στα κράτη μέλη και να υποστηρίξουμε, όχι να εμποδίσουμε, την ενοποίηση.
Και η κλίμακα είναι επίσης ζωτικής σημασίας, με διαφορετικό τρόπο, για τις νέες εταιρείες που δημιουργούν τις πιο καινοτόμες ιδέες.
Το επιχειρηματικό τους μοντέλο εξαρτάται από το να μπορούν να αναπτυχθούν γρήγορα και να εμπορευματοποιήσουν τις ιδέες τους, κάτι που με τη σειρά του απαιτεί μια μεγάλη εγχώρια αγορά.
Και η κλίμακα είναι επίσης απαραίτητη για την ανάπτυξη νέων, καινοτόμων φαρμάκων, μέσω της τυποποίησης των δεδομένων των ασθενών της ΕΕ και της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία χρειάζεται όλο αυτό τον πλούτο δεδομένων που έχουμε – αν μπορούσαν να τυποποιηθούν.
Στην Ευρώπη είμαστε παραδοσιακά πολύ ισχυροί στην έρευνα, αλλά αποτυγχάνουμε να φέρουμε την καινοτομία στην αγορά.
Θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το εμπόδιο, μεταξύ άλλων, με την αναθεώρηση της τρέχουσας προληπτικής νομοθεσίας στον τραπεζικό δανεισμό και τη θέσπιση ενός νέου κοινού ρυθμιστικού καθεστώτος για τις νεοφυείς επιχειρήσεις.
Το δεύτερο "νήμα" είναι η παροχή δημόσιων αγαθών.
Όπου υπάρχουν επενδύσεις από τις οποίες όλοι επωφελούμαστε, αλλά καμία χώρα δεν μπορεί να πραγματοποιήσει μόνη της, υπάρχει μια ισχυρή περίπτωση να δράσουμε μαζί – διαφορετικά θα υποαποδίδουμε σε σχέση με τις ανάγκες μας: θα υποφέρουμε στο κλίμα, στην άμυνα και σε άλλους τομείς.
Υπάρχουν πολλά σημεία ασφυξίας στην ευρωπαϊκή οικονομία όπου η έλλειψη συντονισμού σημαίνει ότι οι επενδύσεις είναι κατά κανόνα αναποτελεσματικές.
Τα ενεργειακά δίκτυα, και ιδίως οι διασυνδέσεις, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
Αποτελούν σαφές δημόσιο αγαθό, καθώς μια ολοκληρωμένη αγορά ενέργειας θα μείωνε το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις μας και θα μας έκανε πιο ανθεκτικούς απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις – στόχος που επιδιώκει η Επιτροπή στο πλαίσιο του REPowerEU.
Ωστόσο, οι διασυνδέσεις απαιτούν αποφάσεις σχετικά με την ανάπτυξη, τη χρηματοδότηση, την προμήθεια υλικών και τη διακυβέρνηση που είναι δύσκολο να συντονιστούν – και έτσι δεν θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια πραγματική Ενεργειακή Ένωση εάν δεν συμφωνήσουμε σε μια κοινή προσέγγιση.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η υπερυπολογιστική μας υποδομή.
Η ΕΕ διαθέτει ένα δημόσιο δίκτυο υπολογιστών υψηλής απόδοσης (HPC), το οποίο είναι παγκόσμιας κλάσης, αλλά οι επιδράσεις στον ιδιωτικό τομέα είναι επί του παρόντος πολύ, πολύ περιορισμένες.
Αυτό το δίκτυο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον ιδιωτικό τομέα – για παράδειγμα, νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνητής νοημοσύνης και ΜΜΕ – και σε αντάλλαγμα, τα οικονομικά οφέλη που θα ληφθούν θα μπορούσαν να επανεπενδυθούν για την αναβάθμιση των HPC και την υποστήριξη της επέκτασης του cloud στην ΕΕ.
Το τρίτο "νήμα" είναι η εξασφάλιση της παροχής βασικών πόρων και εισροών.
Εάν θέλουμε να πραγματοποιήσουμε τις φιλοδοξίες μας για το κλίμα χωρίς να αυξήσουμε την εξάρτησή μας από χώρες στις οποίες δεν μπορούμε πλέον να βασιστούμε χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη στρατηγική που να καλύπτει όλα τα στάδια της κρίσιμης αλυσίδας εφοδιασμού ορυκτών.
Αυτήν τη στιγμή αφήνουμε σε μεγάλο βαθμό αυτό το χώρο σε ιδιωτικούς φορείς, ενώ άλλες κυβερνήσεις ηγούνται ή συντονίζουν έντονα ολόκληρη την αλυσίδα. Χρειαζόμαστε μια εξωτερική οικονομική πολιτική που να προσφέρει το ίδιο για την οικονομία μας.
Η Επιτροπή έχει ήδη ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία με τον νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών, αλλά χρειαζόμαστε συμπληρωματικά μέτρα για να κάνουμε τους στόχους μας πιο απτές.
Μια άλλη κρίσιμη συμβολή που πρέπει να εξασφαλίσουμε –και αυτό αφορά ιδιαίτερα εσάς, τους κοινωνικούς εταίρους– είναι η προσφορά ειδικευμένων εργαζομένων.
Στην ΕΕ, τα τρία τέταρτα των εταιρειών αναφέρουν δυσκολίες στην πρόσληψη εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες, ενώ 28 επαγγέλματα που αντιπροσωπεύουν το 14% του εργατικού δυναμικού μας προσδιορίζονται επί του παρόντος ότι έχουν έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Με τις γηράσκουσες κοινωνίες και τη λιγότερο ευνοϊκή στάση απέναντι στη μετανάστευση, θα χρειαστεί να βρούμε αυτές τις δεξιότητες στην εσωτερική αγορά.
Πολλοί ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να συνεργαστούν για να εξασφαλίσουν τη συνάφεια των δεξιοτήτων και να διαμορφώσουν ευέλικτες οδούς αναβάθμισης δεξιοτήτων.
Αυτά τα τρία νήματα απαιτούν να σκεφτούμε βαθιά πώς οργανωνόμαστε, τι θέλουμε να κάνουμε μαζί και τι θέλουμε να κρατήσουμε σε εθνικό επίπεδο.
Όμως, δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα της πρόκλησης που αντιμετωπίζουμε, δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθυστερήσουμε τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα σημαντικά ερωτήματα μέχρι την επόμενη αλλαγή της Συνθήκης.
Για να διασφαλίσουμε τη συνοχή μεταξύ των διαφορετικών εργαλείων πολιτικής, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε τώρα ένα νέο στρατηγικό εργαλείο για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών».
www.bankingnews.gr
Όπως είπε, «Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ανταγωνιστικότητα ήταν επίμαχο ζήτημα για την Ευρώπη.
Το 1994, ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman χαρακτήρισε την εστίαση στην ανταγωνιστικότητα “επικίνδυνη εμμονή”.
Το επιχείρημά του ήταν ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη μπορεί να προέλθει από την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία τους ωφελεί όλους, και όχι από την προσπάθεια βελτίωσης της σχετικής θέσης κάποιου έναντι των άλλων, προκειμένου να κατακτήσει μερίδιο στην ανάπτυξη.
Η προσέγγιση που ακολουθήσαμε για την ανταγωνιστικότητα στην Ευρώπη μετά την κρίση του δημόσιου χρέους φάνηκε να αποδεικνύει την άποψη του.
Προσπαθήσαμε να μειώσουμε το μισθολογικό κόστος…
Αυτό, σε συνδυασμό με μια προκυκλική δημοσιονομική πολιτική, είχε ως αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η εσωτερική ζήτηση και να υπονομευθεί το κοινωνικό μας μοντέλο.
Αλλά το βασικό ζήτημα δεν είναι ότι η ανταγωνιστικότητα είναι μια λανθασμένη έννοια, αλλά ότι η Ευρώπη είχε λάθος εστίαση».
Σύμφωνα με τον Draghi, «οι ανταγωνιστές μας, ακόμη και σε τομείς όπως η άμυνα και η ενέργεια όπου έχουμε βαθιά κοινά συμφέροντα, μας πιέζουν.
Ταυτόχρονα, δεν κοιτάξαμε αρκετά προς τα έξω: επικεντρωθήκαμε στα θετικά εμπορικά ισοζύγια και, τελικά, δεν δώσαμε αρκετή προσοχή στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα, που είναι ένα σοβαρό ζήτημα πολιτικής.
Όταν το διεθνές περιβάλλον ήταν ευνοϊκό, εμπιστευτήκαμε τους εταίρους μας για την τήρηση των όρων ανταγωνισμού και τη διεθνή τάξη, περιμένοντας ότι και άλλοι θα έκαναν το ίδιο.
Τώρα όμως ο κόσμος αλλάζει ραγδαία και έχουμε δεχτεί τον απόλυτο αιφνιδιασμό.
Το πιο σημαντικό είναι ότι άλλα κράτη δεν παίζουν πλέον με τους κανόνες και εφαρμόζουν πολιτικές για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Στην καλύτερη περίπτωση, αυτές οι πολιτικές έχουν σχεδιαστεί για να ανακατευθύνουν τις επενδύσεις προς τις δικές τους οικονομίες σε βάρος των δικών μας και στη χειρότερη, έχουν σχεδιαστεί για να μας κάνουν μόνιμα εξαρτημένους από αυτούς.
Η Κίνα, για παράδειγμα, στοχεύει να συλλάβει και να εσωτερικεύσει όλα τα μέρη της εφοδιαστικής αλυσίδας σε πράσινες και προηγμένες τεχνολογίες και διασφαλίζει την πρόσβαση στους απαιτούμενους πόρους.
Αυτή η ταχεία επέκταση της προσφοράς οδηγεί σε σημαντική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σε πολλούς τομείς και απειλεί να υποβαθμίσει τις βιομηχανίες μας.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, χρησιμοποιούν μεγάλης κλίμακας βιομηχανική πολιτική για να προσελκύσουν εγχώρια παραγωγική ικανότητα υψηλής αξίας εντός των συνόρων τους –συμπεριλαμβανομένης αυτής των ευρωπαϊκών εταιρειών– ενώ χρησιμοποιούν προστατευτισμό για να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές και να αναπτύξουν τη γεωπολιτική τους δύναμη για να επαναπροσανατολίσουν και να εξασφαλίσουν εφοδιαστικές αλυσίδες.
Δεν είχαμε ποτέ μια ισοδύναμη “βιομηχανική συμφωνία” σε επίπεδο ΕΕ, παρόλο που η Επιτροπή έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να καλύψει αυτό το κενό.
Ως εκ τούτου, παρά μια σειρά θετικών πρωτοβουλιών που βρίσκονται σε εξέλιξη, εξακολουθούμε να μην έχουμε μια συνολική στρατηγική για το πώς να ανταποκριθούμε σε πολλούς τομείς».
Στρατηγική
«Μας λείπει μια στρατηγική για τις νέες τεχνολογίες.
Σήμερα επενδύουμε λιγότερο σε ψηφιακές και προηγμένες τεχνολογίες από τις ΗΠΑ και την Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας, και έχουμε μόνο τέσσερις παγκόσμιους ευρωπαίους παίκτες μεταξύ των κορυφαίων 50 παγκοσμίως.
Μας λείπει μια στρατηγική για την προστασία των παραδοσιακών βιομηχανιών μας στο τρέχον άνισο παγκόσμιο πεδίο ανταγωνισμού που προκαλείται από ασυμμετρίες στους κανονισμούς, τις επιδοτήσεις και τις εμπορικές πολιτικές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας.
Σε άλλα κράτη, αυτές οι βιομηχανίες όχι μόνο αντιμετωπίζουν χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, αλλά αντιμετωπίζουν επίσης χαμηλότερο ρυθμιστικό φόρτο.
Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, λαμβάνουν τεράστιες επιδοτήσεις που απειλούν άμεσα την ανταγωνιστική ικανότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Χωρίς στρατηγικά σχεδιασμένες και συντονισμένες δράσεις πολιτικής, είναι λογικό ορισμένες από τις βιομηχανίες μας να κλείσουν την παραγωγική τους ικανότητα ή να μετεγκατασταθούν εκτός της ΕΕ.
Μας λείπει επίσης μια στρατηγική για να διασφαλίσουμε ότι έχουμε τους πόρους και τις εισροές που χρειαζόμαστε για να εκπληρώσουμε τις φιλοδοξίες μας χωρίς να αυξήσουμε τις εξαρτήσεις μας.
Δικαίως έχουμε μια φιλόδοξη ατζέντα για το κλίμα στην Ευρώπη και σκληρούς στόχους για τα ηλεκτρικά οχήματα.
Αλλά σε έναν κόσμο όπου οι αντίπαλοί μας ελέγχουν πολλούς από τους πόρους που χρειαζόμαστε, μια τέτοια ατζέντα πρέπει να συνδυαστεί με ένα σχέδιο για την ασφάλεια της εφοδιαστικής μας αλυσίδας – από κρίσιμα ορυκτά έως μπαταρίες έως υποδομές φόρτισης.
Η απάντησή μας είναι αδύναμη επειδή η οργάνωσή μας, η λήψη αποφάσεων και η χρηματοδότησή μας έχουν σχεδιαστεί για “τον κόσμο του χθες” – πριν από τον Covid, πριν από την Ουκρανία, πριν από την ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, πριν από την επιστροφή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων.
Χρειαζόμαστε όμως μια ΕΕ που να είναι κατάλληλη για τον κόσμο του σήμερα και του αύριο.
Αυτό που προτείνω λοιπίν στην έκθεση που μου ζήτησε ο Πρόεδρος της Επιτροπής να ετοιμάσω είναι ριζική αλλαγή, γιατί αυτό χρειάζεται.
Θα χρειαστεί να επιτύχουμε μετασχηματισμό σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία.
Πρέπει να είμαστε σε θέση να βασιζόμαστε σε ενεργειακά συστήματα χωρίς άνθρακα.
Θέλουμε ένα ολοκληρωμένο και επαρκές αμυντικό σύστημα με βάση την ΕΕ•
Θέλουμε εγχώρια παραγωγή στους πιο καινοτόμους και ταχέως αναπτυσσόμενους τομείς και ηγετική θέση στην τεχνολογία και την ψηφιακή καινοτομία» σημείωσε ο σούπερ Mario.
Τα τρία «νήματα»…
Σύμφωνα με τον Draghi, «οι ανταγωνιστές μας κινούνται γρήγορα.
Απαιτούνται άμεσα ενέργειες…
Στην έκθεσή μου, εστιάζουμε σε δέκα μακροοικονομικούς τομείς.
Κάθε τομέας απαιτεί συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και εργαλεία.
Ωστόσο, υπάρχουν τρία αναδυόμενα κοινά νήματα για παρεμβάσεις πολιτικής.
Το πρώτο είναι η ενεργοποίηση οικονομιών κλίμακας.
Οι ανταγωνιστές μας εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι έχουν δημιουργήσει τεράστιες οικονομίες κλίμακας.
Αυξάνουν τις επενδύσεις και κατακτούν μερίδια αγοράς σε κλάδους μείζονος σημασίας.
Στην Ευρώπη έχουμε πλεονεκτήματα τέτοιου είδους, δεδομένου ότι είμαστε μια μεγάλη αγορά, ωστόσο ο κατακερματισμός μας εμποδίζει.
Σε ό,τι αφορά την αμυντική βιομηχανία, για παράδειγμα, η έλλειψη κλίμακας εμποδίζει την ανάπτυξή της, γεγονός το οποίο είναι ένα πρόβλημα που αναγνωρίζεται στην πρόσφατη ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική στρατηγική.
Οι πέντε κορυφαίοι παίκτες στις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 80% της μεγαλύτερης αγοράς τους, ενώ στην Ευρώπη το 45%.
Αυτή η διαφορά προκύπτει σε μεγάλο βαθμό επειδή οι αμυντικές δαπάνες της ΕΕ είναι κατακερματισμένες.
Οι κυβερνήσεις δεν προμηθεύονται πολλά μαζί – οι συνεργατικές προμήθειες αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 20% των δαπανών – και δεν εστιάζουν αρκετά στη δική μας αγορά: σχεδόν το 80% των προμηθειών τα τελευταία δύο χρόνια προέρχονταν από χώρες εκτός ΕΕ.
Για να ανταποκριθούμε στις νέες ανάγκες άμυνας και ασφάλειας, πρέπει να εντείνουμε τις κοινές μας προμήθειες, να αυξήσουμε τον συντονισμό των δαπανών μας και τη διαλειτουργικότητα του εξοπλισμού μας και να μειώσουμε ουσιαστικά τις διεθνείς μας εξαρτήσεις.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι τηλεπικοινωνίες.
Έχουμε μια αγορά περίπου 450 εκατομμυρίων καταναλωτών στην ΕΕ, αλλά οι κατά κεφαλήν επενδύσεις είναι οι μισές από αυτές των ΗΠΑ και υστερούμε στην ανάπτυξη 5G και οπτικών ινών.
Ένας λόγος γι’ αυτό το κενό είναι ότι έχουμε 34 ομάδες δικτύων κινητής τηλεφωνίας στην Ευρώπη –και αυτή είναι μια συντηρητική εκτίμηση, έχουμε στην πραγματικότητα πολύ περισσότερες– που όμως λειτουργούν σε εθνική κλίμακα, έναντι τριών στις ΗΠΑ και τεσσάρων στην Κίνα.
Για να παράγουμε περισσότερες επενδύσεις, πρέπει να εξορθολογίσουμε και να εναρμονίσουμε τους κανονισμούς τηλεπικοινωνιών στα κράτη μέλη και να υποστηρίξουμε, όχι να εμποδίσουμε, την ενοποίηση.
Και η κλίμακα είναι επίσης ζωτικής σημασίας, με διαφορετικό τρόπο, για τις νέες εταιρείες που δημιουργούν τις πιο καινοτόμες ιδέες.
Το επιχειρηματικό τους μοντέλο εξαρτάται από το να μπορούν να αναπτυχθούν γρήγορα και να εμπορευματοποιήσουν τις ιδέες τους, κάτι που με τη σειρά του απαιτεί μια μεγάλη εγχώρια αγορά.
Και η κλίμακα είναι επίσης απαραίτητη για την ανάπτυξη νέων, καινοτόμων φαρμάκων, μέσω της τυποποίησης των δεδομένων των ασθενών της ΕΕ και της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία χρειάζεται όλο αυτό τον πλούτο δεδομένων που έχουμε – αν μπορούσαν να τυποποιηθούν.
Στην Ευρώπη είμαστε παραδοσιακά πολύ ισχυροί στην έρευνα, αλλά αποτυγχάνουμε να φέρουμε την καινοτομία στην αγορά.
Θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το εμπόδιο, μεταξύ άλλων, με την αναθεώρηση της τρέχουσας προληπτικής νομοθεσίας στον τραπεζικό δανεισμό και τη θέσπιση ενός νέου κοινού ρυθμιστικού καθεστώτος για τις νεοφυείς επιχειρήσεις.
Το δεύτερο "νήμα" είναι η παροχή δημόσιων αγαθών.
Όπου υπάρχουν επενδύσεις από τις οποίες όλοι επωφελούμαστε, αλλά καμία χώρα δεν μπορεί να πραγματοποιήσει μόνη της, υπάρχει μια ισχυρή περίπτωση να δράσουμε μαζί – διαφορετικά θα υποαποδίδουμε σε σχέση με τις ανάγκες μας: θα υποφέρουμε στο κλίμα, στην άμυνα και σε άλλους τομείς.
Υπάρχουν πολλά σημεία ασφυξίας στην ευρωπαϊκή οικονομία όπου η έλλειψη συντονισμού σημαίνει ότι οι επενδύσεις είναι κατά κανόνα αναποτελεσματικές.
Τα ενεργειακά δίκτυα, και ιδίως οι διασυνδέσεις, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
Αποτελούν σαφές δημόσιο αγαθό, καθώς μια ολοκληρωμένη αγορά ενέργειας θα μείωνε το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις μας και θα μας έκανε πιο ανθεκτικούς απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις – στόχος που επιδιώκει η Επιτροπή στο πλαίσιο του REPowerEU.
Ωστόσο, οι διασυνδέσεις απαιτούν αποφάσεις σχετικά με την ανάπτυξη, τη χρηματοδότηση, την προμήθεια υλικών και τη διακυβέρνηση που είναι δύσκολο να συντονιστούν – και έτσι δεν θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια πραγματική Ενεργειακή Ένωση εάν δεν συμφωνήσουμε σε μια κοινή προσέγγιση.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η υπερυπολογιστική μας υποδομή.
Η ΕΕ διαθέτει ένα δημόσιο δίκτυο υπολογιστών υψηλής απόδοσης (HPC), το οποίο είναι παγκόσμιας κλάσης, αλλά οι επιδράσεις στον ιδιωτικό τομέα είναι επί του παρόντος πολύ, πολύ περιορισμένες.
Αυτό το δίκτυο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον ιδιωτικό τομέα – για παράδειγμα, νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνητής νοημοσύνης και ΜΜΕ – και σε αντάλλαγμα, τα οικονομικά οφέλη που θα ληφθούν θα μπορούσαν να επανεπενδυθούν για την αναβάθμιση των HPC και την υποστήριξη της επέκτασης του cloud στην ΕΕ.
Το τρίτο "νήμα" είναι η εξασφάλιση της παροχής βασικών πόρων και εισροών.
Εάν θέλουμε να πραγματοποιήσουμε τις φιλοδοξίες μας για το κλίμα χωρίς να αυξήσουμε την εξάρτησή μας από χώρες στις οποίες δεν μπορούμε πλέον να βασιστούμε χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη στρατηγική που να καλύπτει όλα τα στάδια της κρίσιμης αλυσίδας εφοδιασμού ορυκτών.
Αυτήν τη στιγμή αφήνουμε σε μεγάλο βαθμό αυτό το χώρο σε ιδιωτικούς φορείς, ενώ άλλες κυβερνήσεις ηγούνται ή συντονίζουν έντονα ολόκληρη την αλυσίδα. Χρειαζόμαστε μια εξωτερική οικονομική πολιτική που να προσφέρει το ίδιο για την οικονομία μας.
Η Επιτροπή έχει ήδη ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία με τον νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών, αλλά χρειαζόμαστε συμπληρωματικά μέτρα για να κάνουμε τους στόχους μας πιο απτές.
Μια άλλη κρίσιμη συμβολή που πρέπει να εξασφαλίσουμε –και αυτό αφορά ιδιαίτερα εσάς, τους κοινωνικούς εταίρους– είναι η προσφορά ειδικευμένων εργαζομένων.
Στην ΕΕ, τα τρία τέταρτα των εταιρειών αναφέρουν δυσκολίες στην πρόσληψη εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες, ενώ 28 επαγγέλματα που αντιπροσωπεύουν το 14% του εργατικού δυναμικού μας προσδιορίζονται επί του παρόντος ότι έχουν έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Με τις γηράσκουσες κοινωνίες και τη λιγότερο ευνοϊκή στάση απέναντι στη μετανάστευση, θα χρειαστεί να βρούμε αυτές τις δεξιότητες στην εσωτερική αγορά.
Πολλοί ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να συνεργαστούν για να εξασφαλίσουν τη συνάφεια των δεξιοτήτων και να διαμορφώσουν ευέλικτες οδούς αναβάθμισης δεξιοτήτων.
Αυτά τα τρία νήματα απαιτούν να σκεφτούμε βαθιά πώς οργανωνόμαστε, τι θέλουμε να κάνουμε μαζί και τι θέλουμε να κρατήσουμε σε εθνικό επίπεδο.
Όμως, δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα της πρόκλησης που αντιμετωπίζουμε, δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθυστερήσουμε τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα σημαντικά ερωτήματα μέχρι την επόμενη αλλαγή της Συνθήκης.
Για να διασφαλίσουμε τη συνοχή μεταξύ των διαφορετικών εργαλείων πολιτικής, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε τώρα ένα νέο στρατηγικό εργαλείο για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών».
www.bankingnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου