H χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 μας υπενθύμισε τη ρήση του βρετανού οικονομολόγου Keynes πως «οι αγορές μπορούν να παραμείνουν παράλογες για μεγαλύτερο διάστημα απ' όσο ..μπορεί να παραμείνει φερέγγυα μια τράπεζα». Η διαπίστωση αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη επανασχεδιασμού του ρυθμιστικού πλαισίου του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Ωστόσο, η πρόσφατη ευρωπαϊκή οδηγία για τη συμμετοχή των πιστωτών στις διασώσεις τραπεζών, γνωστή και ως bail-in, παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την επιτυχία του εγχειρήματος.
Η διάσωση τραπεζών με συμμετοχή των επενδυτών αποτελεί, επι της αρχής, αναγκαία συνθήκη για την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Κι αυτό διότι η κάλυψη των ζημιών από τους φορολογούμενους δημιουργεί κίνητρο στις τράπεζες για ακόμα μεγαλύτερη ανάληψη κινδύνων με στόχο την υψηλότερη κερδοφορία. Η στρέβλωση αυτή είναι γνωστή στην οικονομική θεωρία με τον όρο ηθικός κίνδυνος και έχει χαρακτηρισθεί ως η γενεσιουργός αιτία της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στο τρόπο επιμερισμού του κόστους διάσωσης, όπως περιγράφεται στην οδηγία του bail-in. Συγκεκριμένα, το κόστος δεν επιμερίζεται ανάλογα με την απόδοση αλλά με το ύψος της επένδυσης. Η αποσύνδεση της απόδοσης και του ρίσκου αποτελεί παγκόσμια χρηματοπιστωτική πρωτοτυπία. Ένας λογαριασμός ταμιευτηρίου 99 χιλιάδων ευρώ και ένας άλλος 101 χιλιάδων ευρώ έχουν σχεδόν την ίδια (μηδενική με τα ισχύοντα επιτόκια) απόδοση ωστόσο η πρώτη είναι απόλυτα διασφαλισμένη ενώ η δεύτερη μπορεί δυνητικά να κουρευτεί. Όσοι πιστεύουν ότι η αποσύνδεση αυτή είναι περιστασιακή, αγνοούν το γεγονός ότι η απουσία εναλλακτικών εργαλείων αποταμίευσης δεν θα επιτρέψει στις αποδόσεις να προσαρμοστούν στους πραγματικούς κινδύνους.
Επιπλέον, η οδηγία αγνοεί τον ουσιαστικό ρόλο των τραπεζών στο σύστημα πληρωμών. Η συντριπτική πλειοψηφία των καταθέσεων που κινδυνεύουν με κούρεμα είναι εταιρικές και χρησιμοποιούνται όχι ως επενδύσεις αλλά για την εκπλήρωση των εμπορικών, διεθνών και εγχώριων, υποχρεώσεων. Σε περίπτωση τραπεζικής κρίσης, το κούρεμά τους όχι απλά δεν λύνει το πρόβλημα αλλά με μαθηματική ακρίβεια θα επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα μεταφέροντας τα διαθέσιμα προς επενδύσεις και πληρωμές μισθών και προμηθευτών κεφάλαια σε μια μαύρη τρύπα.
Ένας λογαριασμός ταμιευτηρίου 99 χιλιάδων ευρώ και ένας άλλος 101 χιλιάδων ευρώ έχουν σχεδόν την ίδια (μηδενική με τα ισχύοντα επιτόκια) απόδοση ωστόσο η πρώτη είναι απόλυτα διασφαλισμένη ενώ η δεύτερη μπορεί δυνητικά να κουρευτεί.
Τέλος, η οδηγία προσβλέπει στο να καταφέρουν οι καταθέτες, πολίτες ή εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις, αυτό που δεν κατάφεραν οι οίκοι αξιολόγησης, οι ρυθμιστικές αρχές και οι θεσμικοί επενδυτές, με την τεχνολογία και το ανθρώπινο δυναμικό και την εκτενή πληροφόρηση: να επιβάλουν πειθαρχία στο μάνατζμεντ των τραπεζών.
Στην πραγματικότητα η οδηγία στην παρούσα μορφή της εξυπηρετεί μόνο πολιτικές σκοπιμότητες. Ως εκ τούτου αποτελεί κοινή πεποίθηση στους παροικούντες των αγορών ότι όταν χρειασθεί να εφαρμοστεί η οδηγία, μπροστά στο κίνδυνο της συνολικής κατάρρευσης, οι ρυθμιστικές αρχές θα κάνουν πίσω διασώζοντας το σύνολο των επενδυτών σε βάρος της αξιοπιστίας τους.
Μια εναλλακτική βιώσιμη πρόταση είναι η οδηγία bail-in να εφαρμοστεί ανάλογα με το επενδυτικό προϊόν και όχι ανάλογα με το ύψος της επένδυσης. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες θα μπορούσαν να προσφέρουν ξεχωριστά εγγυημένες και μη-εγγυημένες καταθέσεις, ανεξαρτήτως ποσού, πληρώνοντας χαμηλά επιτόκια στις πρώτες και κάποιο ασφάλιστρο κινδύνου στις δεύτερες. Το ασφάλιστρο κινδύνου θα υπολογίζεται με την συμμετοχή της εποπτικής αρχής, των οίκων αξιολόγησης και των θεσμικών επενδυτών και θα αντανακλά τον πραγματικό κίνδυνο της τράπεζας.
Με τον τρόπο αυτό επιλύονται τα προαναφερθέντα προβλήματα. Πρώτον, το ρίσκο αποσυνδέεται από το ποσό και επανασυνδέεται με την απόδοση όπως συμβαίνει με όλες τις επενδύσεις. Δεύτερον, δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν με ασφάλεια το σύστημα πληρωμών χωρίς να διατρέχουν το κίνδυνο κουρέματος. Επιπλέον, θεσμοθετείται αποτελεσματικός μηχανισμός παρακολούθησης του μανατζμεντ της τράπεζας με την συνεργασία της αγοράς και των εποπτικών αρχών. Εναλλακτικά, μπορεί να εφαρμοστεί ο διαχωρισμός των υπηρεσιών σε επίπεδο εταιρικό με την απόσχιση της εμπορικής από την επενδυτική τραπεζική. Τέλος ανάλογη λύση αποτελεί η περαιτέρω αύξηση των εποπτικών κεφαλαίων σε επίπεδα που θα διασφαλίζουν την ακεραιότητα του συνόλου των καταθέσεων.
Εν κατακλείδι, η οικονομία της αγοράς έχει ανάγκη από μηχανισμούς που θα διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία σε περιόδους αστάθειας. Οι οδηγίες όμως δε θα πρέπει να σχεδιάζονται με το θυμικό ούτε και ως ηθικοπλαστική ουτοπία αλλά να βασίζονται στους κοινά αποδεκτούς κανόνες της χρηματοοικονομικής θεωρίας. Δυστυχώς θα πρέπει να περιμένουμε μια ακόμα κρίση πριν πάρουμε τις σωστές αποφάσεις.
Παναγιώτης Αβραμίδης
Επίκουρος Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο ALBA Graduate Business School at The American College of Greece
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου