Η οικονομική κατάσταση στην οποία έχει επέλθει η χώρα εξαιτίας των πολύμηνων lockdown είναι τραγική και οι εξελίξεις αναμένονται αν είναι ραγδαίες και να οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη φτωχοποίηση του ελληνικού λαού.
Με τις απώλειες των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα να ανέρχονται πλέον σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ εξαιτίας των πολύμηνων αναστολών συμβάσεων, το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εργασίας πρέπει να λάβουν, επιτέλους, αποφάσεις για το ύψος του κατώτατου μισθού, ο οποίος ανέρχεται σήμερα σε 650 ευρώ μεικτά και καθορίζει άμεσα τις αποδοχές περίπου 1.000.000 εργαζομένων και ανέργων.
Με αφορμή την πανδημία, η πολύμηνη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, όπως αυτή νομοθετήθηκε με εντολή της τρόικας το 2013, έχει ήδη αναβληθεί δύο φορές και θα πρέπει να αρχίσει στο τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου. Όμως ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από αυτά που προβλέπει ο νόμος (ν.4172/2013) αυτός καθαυτός, καθώς συνδέει το ύψος του μισθού με τα βασικά μεγέθη της οικονομίας, τα οποία λόγω της πανδημίας είναι απογοητευτικά.
Και μπορεί να πανηγυρίζει η κυβέρνηση επειδή, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., η ύφεση για το 2020 κινήθηκε λίγο καλύτερα από τα πιο εφιαλτικά σενάρια, ωστόσο το αρνητικό πρόσημο της πορείας του ΑΕΠ εγκυμονεί κινδύνους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, εξάλλου, ότι εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους έχουν ξεπεράσει το εξάμηνο με την αποζημίωση ειδικού σκοπού των 534 ευρώ και αντιμετωπίζουν πια σοβαρά προβλήματα διαβίωσης.
Από πλευράς κυβέρνησης τηρείται σιγή ιχθύος και το μόνο δεδομένο είναι η δέσμευση του πρωθυπουργού για αύξηση του κατώτατου μισθού με διπλάσιο ποσοστό από αυτό της αύξησης του ΑΕΠ. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, καθώς το ΑΕΠ μειώθηκε, η δέσμευση αυτή δεν έχει καμία αξία και επί της ουσίας είναι όλα… στον αέρα.
Το χρονοδιάγραμμα του… τρόμου
Ως τις 30 Απριλίου θα πρέπει να υποβληθούν από τους επιστημονικούς φορείς, σύμφωνα με το νέο χρονοδιάγραμμα, οι εκθέσεις για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού. Η Επιτροπή Διαβούλευσης σχηματίζει φάκελο με τις εκθέσεις των ερευνητικών φορέων και των παραγόντων διαφοροποίησης του κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου, και τον στέλνει στους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ, ώστε να εκφράσουν γνώμη για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.
Ως τις 15 Μαΐου η Επιτροπή Διαβούλευσης πρέπει να διαβιβάσει τα υπομνήματα προς τους υπόλοιπους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, με πρόσκληση για προφορική διαβούλευση σε σχέση με την τυχόν αναπροσαρμογή κατώτατου μισθού.
Ως τις 31 Μαΐου πρέπει να διαβιβαστούν όλα τα υπομνήματα και η τεκμηρίωση των διαβουλευομένων, καθώς και η έκθεση των εξειδικευμένων επιστημονικών φορέων στο ΚΕΠΕ προς σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος. Το πόρισμα πρέπει να περιέχει τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας τους, τεκμηρίωση ως προς την κατάσταση της οικονομίας και της αγοράς εργασίας, και τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό του προτεινόμενου κατωτάτου μισθού.
Ως τις 30 Ιουνίου ολοκληρώνεται το Σχέδιο Πορίσματος και υποβάλλεται στον υπουργό Οικονομικών και τον υπουργό Εργασίας. Ακολούθως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του υπ. Εργασίας μαζί με όλες τις εκθέσεις, τα υπομνήματα και τα έγγραφα τεκμηρίωσης.
Εντός του τελευταίου δεκαπενθημέρου του Ιουλίου ο υπουργός Εργασίας θα πρέπει να εισηγηθεί στο υπουργικό συμβούλιο τον νέο κατώτατο μισθό υπαλλήλων και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών, λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης.
Το ΣτΕ ξέχασε τις τριετίες
Χωρίς καμία επίσημη ή ανεπίσημη αιτιολόγηση το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει σπάσει κάθε ρεκόρ αβελτηρίας, καθώς εκκρεμεί από το 2019 η απόφασή του επί της προσφυγής που είχε καταθέσει ο ΣΕΒ για τις τριετίες.
Μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού το 2019 από την προηγούμενη κυβέρνηση, ακολούθησε μία εγκύκλιος που αποσαφήνιζε ότι τα επιδόματα προϋπηρεσίας (τριετίες) ισχύουν κανονικά. Έτσι, π.χ. για έναν εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ μεικτά, οι αποδοχές του αυξάνονται στα 715 ευρώ, αν έχει από 3 έως 6 έτη προϋπηρεσίας, στα 780 ευρώ, αν έχει από 6 έως 9 έτη προϋπηρεσίας, και στα 815 ευρώ, αν έχει πάνω από 9 έτη προϋπηρεσίας.
Κατά της εγκυκλίου προσέφυγε στο ΣτΕ το καλοκαίρι του 2019 ο ΣΕΒ. Και παρότι η προσφυγή εκδικάστηκε τον Δεκέμβριο του 2019, 15 μήνες μετά δεν έχει εκδοθεί ακόμη η απόφαση που θα κρίνει το ύψος των αποδοχών για δεκάδες χιλιάδες μισθωτούς.
Η ΓΣΕΕ κατά των ανατροπών του σχεδίου Πισσαρίδη
Την επαναφορά της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους ζητά επιτακτικά η ΓΣΕΕ. Πρακτικά, αυτό που επιθυμούν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων είναι η κατάργηση του νόμου 4172 του 2013, ο οποίος αφαίρεσε από τους εταίρους το δικαίωμα της απευθείας διαπραγμάτευσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα χωρίς κρατική παρέμβαση.
Παράλληλα, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ σε πρόσφατη έκθεσή του υπογράμμιζε ότι «ένας αξιοπρεπής κατώτατος μισθός διαβίωσης θα μπορούσε να προκύψει από την προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού. Το όριο του 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος χρησιμοποιείται ευρέως στον ορισμό της σχετικής φτώχειας (at risk of poverty), ενώ το όριο του 50% είναι ένδειξη απόλυτης φτώχειας (absolute poverty). Βάσει αυτών των κριτηρίων στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός είναι κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας».
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η άποψη που διατυπώθηκε από την επιτροπή Πισσαρίδη, καθώς όχι μόνο δεν προτείνει εμπλοκή των κοινωνικών εταίρων, αλλά επιπλέον θέλει να αφαιρέσει την ουσιαστική αρμοδιότητα καθορισμού των μισθών από την εκάστοτε κυβέρνηση. Έτσι, συστήνει τη θέσπιση ενός συμβουλίου εμπειρογνωμόνων με τριετή θητεία, ανεξάρτητη από τους κυβερνητικούς κύκλους, το οποίο θα λαμβάνει την απόφαση για το ύψος του μισθού.
Στο έλεος της κρίσης οι επιχειρήσεις
Σε τεντωμένο σχοινί βαδίζουν χιλιάδες επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα, εξαιτίας της έλλειψης μέτρων στήριξης από την πλευρά της κυβέρνησης. Και μάλιστα την ώρα που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το lockdown θα έχει συνολική χρονική ισχύ τουλάχιστον 4,5 μηνών, αρχής γενομένης από τον περασμένο Νοέμβριο, κάτι το οποίο προκαλεί πολύ μεγάλη ανησυχία στους επαγγελματίες πολλών κλάδων.
Χαρακτηριστικό της κυβερνητικής ανεπάρκειας είναι το τι συνέβη στην 6η επιστρεπτέα προκαταβολή. Από 850.000 επιχειρήσεις πάσης φύσεως ζήτησαν επιστρεπτέα προκαταβολή 6 οι 721.396. Το 60% από τις αιτήσεις που κατατέθηκαν για ενίσχυση απορρίφθηκαν. Απορριπτέες ήταν 435.215 αιτήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος, ενώ επιλέξιμες για ενίσχυση κρίθηκαν 286.181 (39,67%). Συνεπώς, είναι πέρα από προφανές ότι η Ν.Δ. δεν αντιλαμβάνεται -αν μη τι άλλο- τις πραγματικές ανάγκες που έχουν ανακύψει στην πραγματική οικονομία.
Κενό ρευστότητας 50 δισ.
Εν τω μεταξύ, στα ύψη παραμένουν οι ανάγκες ρευστότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και για την τρέχουσα χρονιά, σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικών Αναλύσεων της Εθνικής Τράπεζας, που τοποθετεί τις ανάγκες στα 16 δισ. ευρώ, όταν «για την προηγούμενη χρονιά το κενό ρευστότητας των επιχειρήσεων υπολογίζεται ότι ξεπέρασε τα 34 δισ. ευρώ».
Σε επίπεδο κλάδων, το εμπόριο και η βιομηχανία παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες ανάγκες κεφαλαίων κίνησης, με 4,4 δισ. ευρώ και 2,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα, αντανακλώντας το μέγεθος των κλάδων αυτών. Είναι εξάλλου αξιοσημείωτο ότι ο κλάδος του τουρισμού παρουσιάζει τις πιο πιεστικές χρηματοδοτικές ανάγκες, καθώς αναμένεται να προσεγγίσουν το 40% των πωλήσεων ξενοδοχείων και εστιατορίων.
Δραματική είναι και η κατάσταση στην εστίαση. Γι' αυτό και οι επιχειρηματίες του κλάδου ετοιμάζονται να παραδώσουν τα κλειδιά της εστίασης στο Μέγαρο Μαξίμου στις 31 Μαρτίου, βάσει απόφασης της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών και Συναφών Επαγγελμάτων, ενώ ετοιμάζεται προσφυγή της στη Δικαιοσύνη για τη ζημιά που έχει υποστεί ο κλάδος.
Η ακτινογραφία της εστίασης
Είναι γεγονός πως ο κλάδος της εστίασης αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο στην Ελλάδα, αριθμεί 80.000 επιχειρήσεις με σύνολο απασχολούμενων 432.000 άτομα (δεύτερος μεγαλύτερος κλάδος), ενώ, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2018, το σύνολο μισθωτών και ημερομίσθιων ήταν 354.000 (δεύτερος μεγαλύτερος κλάδος).
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2020 ο κύκλος εργασιών του κλάδου της εστίασης σε σχέση με το 2019 κατέγραψε μείωση κατά 2.285.334.018 ευρώ, ποσοστό 37,7%, ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία των ερευνών του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της ΓΣΕΒΕΕ, περισσότερες από 9 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εστίασης κατέγραψαν μείωση στον τζίρο τους το 2020. Για τις επιχειρήσεις αυτές ο μέσος όρος πτώσης του κύκλου εργασιών αντιστοιχούσε σε 51,7%.
Παράλληλα, το 75,38% των επιχειρήσεων του κλάδου της εστίασης έχουν αναστείλει συμβάσεις εργασίας, ενώ εκτιμάται ότι περίπου 200.000 εργαζόμενοι του κλάδου βρίσκονται σε αναστολή εργασίας. Αυτές οι θέσεις εργασίας βρίσκονται σε επισφάλεια, καθώς περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται πως αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας.
Είναι βέβαιο πως υπάρχει κίνδυνος απότομης αύξησης της ανεργίας εάν οι επιχειρήσεις που τελούν σε αναστολή ή υπολειτουργούν και έχουν αναστείλει συμβάσεις εργασίας προχωρήσουν σε εκτεταμένες απολύσεις εφόσον αρθούν και δεν επεκταθούν τα όποια μέτρα στήριξης έχει λάβει η κυβέρνηση.
Οι δυσκολίες στον τουρισμό
Πολύ δύσκολη είναι και η κατάσταση που επικρατεί στην τουρισμό. Ο κλάδος θα εξακολουθήσει να δέχεται ισχυρές πιέσεις, με τις πωλήσεις να παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα του 2019 το 2ο εξάμηνο (κατά 38% για τα ξενοδοχεία και κατά 15% για την εστίαση), σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα.
Ωστόσο, η μερική ανάκαμψη έναντι του 2020 (σχεδόν 50% σε ετήσια βάση) εκτιμάται ότι θα επιτρέψει το άνοιγμα της πλειονότητας των ξενοδοχείων κατά τη θερινή τουριστική περίοδο - επιτυγχάνοντας πληρότητες της τάξης του 45% (αντίστοιχα με τις επιδόσεις του 60% των ξενοδοχείων που άνοιξαν το καλοκαίρι του 2020).
Σε κάθε περίπτωση, οι επαγγελματίες του κλάδου ζητούν μεγαλύτερη ενίσχυση από την πλευρά της Ν.Δ. Κάθε μελλοντική στήριξη ή συνέχιση υφιστάμενης από τον Απρίλιο και μετά θα πρέπει να είναι απόλυτα στοχευμένη, με υψηλούς κόφτες που θα πρέπει να βασίζονται σε ποσοστά απομείωσης τζίρου (που μπορεί να φτάνουν και το 50%) και μεγάλες χρονικές περιόδους σύγκρισης, οι οποίες πρέπει να είναι το διάστημα Απριλίου - Δεκεμβρίου 2020 συγκριτικά με το ίδιο διάστημα του 2019.
Το παραπάνω ζητάει ο Σύνδεσμος Τουριστικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, με επιστολή του προς τους αρμόδιους υπουργούς της κυβέρνησης, διότι εκτιμά ότι μόνο έτσι θα διασφαλίσει ο κλάδος τα αναγκαία εργαλεία επανεκκίνησης, που θα του επιτρέψουν να ξεκινήσει την πορεία του προς την επάνοδο στα προ πανδημίας επίπεδα.
Με τις απώλειες των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα να ανέρχονται πλέον σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ εξαιτίας των πολύμηνων αναστολών συμβάσεων, το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εργασίας πρέπει να λάβουν, επιτέλους, αποφάσεις για το ύψος του κατώτατου μισθού, ο οποίος ανέρχεται σήμερα σε 650 ευρώ μεικτά και καθορίζει άμεσα τις αποδοχές περίπου 1.000.000 εργαζομένων και ανέργων.
Με αφορμή την πανδημία, η πολύμηνη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, όπως αυτή νομοθετήθηκε με εντολή της τρόικας το 2013, έχει ήδη αναβληθεί δύο φορές και θα πρέπει να αρχίσει στο τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου. Όμως ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από αυτά που προβλέπει ο νόμος (ν.4172/2013) αυτός καθαυτός, καθώς συνδέει το ύψος του μισθού με τα βασικά μεγέθη της οικονομίας, τα οποία λόγω της πανδημίας είναι απογοητευτικά.
Και μπορεί να πανηγυρίζει η κυβέρνηση επειδή, σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., η ύφεση για το 2020 κινήθηκε λίγο καλύτερα από τα πιο εφιαλτικά σενάρια, ωστόσο το αρνητικό πρόσημο της πορείας του ΑΕΠ εγκυμονεί κινδύνους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, εξάλλου, ότι εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους έχουν ξεπεράσει το εξάμηνο με την αποζημίωση ειδικού σκοπού των 534 ευρώ και αντιμετωπίζουν πια σοβαρά προβλήματα διαβίωσης.
Από πλευράς κυβέρνησης τηρείται σιγή ιχθύος και το μόνο δεδομένο είναι η δέσμευση του πρωθυπουργού για αύξηση του κατώτατου μισθού με διπλάσιο ποσοστό από αυτό της αύξησης του ΑΕΠ. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, καθώς το ΑΕΠ μειώθηκε, η δέσμευση αυτή δεν έχει καμία αξία και επί της ουσίας είναι όλα… στον αέρα.
Το χρονοδιάγραμμα του… τρόμου
Ως τις 30 Απριλίου θα πρέπει να υποβληθούν από τους επιστημονικούς φορείς, σύμφωνα με το νέο χρονοδιάγραμμα, οι εκθέσεις για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού. Η Επιτροπή Διαβούλευσης σχηματίζει φάκελο με τις εκθέσεις των ερευνητικών φορέων και των παραγόντων διαφοροποίησης του κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου, και τον στέλνει στους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ, ώστε να εκφράσουν γνώμη για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.
Ως τις 15 Μαΐου η Επιτροπή Διαβούλευσης πρέπει να διαβιβάσει τα υπομνήματα προς τους υπόλοιπους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, με πρόσκληση για προφορική διαβούλευση σε σχέση με την τυχόν αναπροσαρμογή κατώτατου μισθού.
Ως τις 31 Μαΐου πρέπει να διαβιβαστούν όλα τα υπομνήματα και η τεκμηρίωση των διαβουλευομένων, καθώς και η έκθεση των εξειδικευμένων επιστημονικών φορέων στο ΚΕΠΕ προς σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος. Το πόρισμα πρέπει να περιέχει τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας τους, τεκμηρίωση ως προς την κατάσταση της οικονομίας και της αγοράς εργασίας, και τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό του προτεινόμενου κατωτάτου μισθού.
Ως τις 30 Ιουνίου ολοκληρώνεται το Σχέδιο Πορίσματος και υποβάλλεται στον υπουργό Οικονομικών και τον υπουργό Εργασίας. Ακολούθως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του υπ. Εργασίας μαζί με όλες τις εκθέσεις, τα υπομνήματα και τα έγγραφα τεκμηρίωσης.
Εντός του τελευταίου δεκαπενθημέρου του Ιουλίου ο υπουργός Εργασίας θα πρέπει να εισηγηθεί στο υπουργικό συμβούλιο τον νέο κατώτατο μισθό υπαλλήλων και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών, λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης.
Το ΣτΕ ξέχασε τις τριετίες
Χωρίς καμία επίσημη ή ανεπίσημη αιτιολόγηση το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει σπάσει κάθε ρεκόρ αβελτηρίας, καθώς εκκρεμεί από το 2019 η απόφασή του επί της προσφυγής που είχε καταθέσει ο ΣΕΒ για τις τριετίες.
Μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού το 2019 από την προηγούμενη κυβέρνηση, ακολούθησε μία εγκύκλιος που αποσαφήνιζε ότι τα επιδόματα προϋπηρεσίας (τριετίες) ισχύουν κανονικά. Έτσι, π.χ. για έναν εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ μεικτά, οι αποδοχές του αυξάνονται στα 715 ευρώ, αν έχει από 3 έως 6 έτη προϋπηρεσίας, στα 780 ευρώ, αν έχει από 6 έως 9 έτη προϋπηρεσίας, και στα 815 ευρώ, αν έχει πάνω από 9 έτη προϋπηρεσίας.
Κατά της εγκυκλίου προσέφυγε στο ΣτΕ το καλοκαίρι του 2019 ο ΣΕΒ. Και παρότι η προσφυγή εκδικάστηκε τον Δεκέμβριο του 2019, 15 μήνες μετά δεν έχει εκδοθεί ακόμη η απόφαση που θα κρίνει το ύψος των αποδοχών για δεκάδες χιλιάδες μισθωτούς.
Η ΓΣΕΕ κατά των ανατροπών του σχεδίου Πισσαρίδη
Την επαναφορά της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους ζητά επιτακτικά η ΓΣΕΕ. Πρακτικά, αυτό που επιθυμούν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων είναι η κατάργηση του νόμου 4172 του 2013, ο οποίος αφαίρεσε από τους εταίρους το δικαίωμα της απευθείας διαπραγμάτευσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα χωρίς κρατική παρέμβαση.
Παράλληλα, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ σε πρόσφατη έκθεσή του υπογράμμιζε ότι «ένας αξιοπρεπής κατώτατος μισθός διαβίωσης θα μπορούσε να προκύψει από την προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού. Το όριο του 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος χρησιμοποιείται ευρέως στον ορισμό της σχετικής φτώχειας (at risk of poverty), ενώ το όριο του 50% είναι ένδειξη απόλυτης φτώχειας (absolute poverty). Βάσει αυτών των κριτηρίων στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός είναι κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας».
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η άποψη που διατυπώθηκε από την επιτροπή Πισσαρίδη, καθώς όχι μόνο δεν προτείνει εμπλοκή των κοινωνικών εταίρων, αλλά επιπλέον θέλει να αφαιρέσει την ουσιαστική αρμοδιότητα καθορισμού των μισθών από την εκάστοτε κυβέρνηση. Έτσι, συστήνει τη θέσπιση ενός συμβουλίου εμπειρογνωμόνων με τριετή θητεία, ανεξάρτητη από τους κυβερνητικούς κύκλους, το οποίο θα λαμβάνει την απόφαση για το ύψος του μισθού.
Στο έλεος της κρίσης οι επιχειρήσεις
Σε τεντωμένο σχοινί βαδίζουν χιλιάδες επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα, εξαιτίας της έλλειψης μέτρων στήριξης από την πλευρά της κυβέρνησης. Και μάλιστα την ώρα που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το lockdown θα έχει συνολική χρονική ισχύ τουλάχιστον 4,5 μηνών, αρχής γενομένης από τον περασμένο Νοέμβριο, κάτι το οποίο προκαλεί πολύ μεγάλη ανησυχία στους επαγγελματίες πολλών κλάδων.
Χαρακτηριστικό της κυβερνητικής ανεπάρκειας είναι το τι συνέβη στην 6η επιστρεπτέα προκαταβολή. Από 850.000 επιχειρήσεις πάσης φύσεως ζήτησαν επιστρεπτέα προκαταβολή 6 οι 721.396. Το 60% από τις αιτήσεις που κατατέθηκαν για ενίσχυση απορρίφθηκαν. Απορριπτέες ήταν 435.215 αιτήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος, ενώ επιλέξιμες για ενίσχυση κρίθηκαν 286.181 (39,67%). Συνεπώς, είναι πέρα από προφανές ότι η Ν.Δ. δεν αντιλαμβάνεται -αν μη τι άλλο- τις πραγματικές ανάγκες που έχουν ανακύψει στην πραγματική οικονομία.
Κενό ρευστότητας 50 δισ.
Εν τω μεταξύ, στα ύψη παραμένουν οι ανάγκες ρευστότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και για την τρέχουσα χρονιά, σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικών Αναλύσεων της Εθνικής Τράπεζας, που τοποθετεί τις ανάγκες στα 16 δισ. ευρώ, όταν «για την προηγούμενη χρονιά το κενό ρευστότητας των επιχειρήσεων υπολογίζεται ότι ξεπέρασε τα 34 δισ. ευρώ».
Σε επίπεδο κλάδων, το εμπόριο και η βιομηχανία παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες ανάγκες κεφαλαίων κίνησης, με 4,4 δισ. ευρώ και 2,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα, αντανακλώντας το μέγεθος των κλάδων αυτών. Είναι εξάλλου αξιοσημείωτο ότι ο κλάδος του τουρισμού παρουσιάζει τις πιο πιεστικές χρηματοδοτικές ανάγκες, καθώς αναμένεται να προσεγγίσουν το 40% των πωλήσεων ξενοδοχείων και εστιατορίων.
Δραματική είναι και η κατάσταση στην εστίαση. Γι' αυτό και οι επιχειρηματίες του κλάδου ετοιμάζονται να παραδώσουν τα κλειδιά της εστίασης στο Μέγαρο Μαξίμου στις 31 Μαρτίου, βάσει απόφασης της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών και Συναφών Επαγγελμάτων, ενώ ετοιμάζεται προσφυγή της στη Δικαιοσύνη για τη ζημιά που έχει υποστεί ο κλάδος.
Η ακτινογραφία της εστίασης
Είναι γεγονός πως ο κλάδος της εστίασης αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο στην Ελλάδα, αριθμεί 80.000 επιχειρήσεις με σύνολο απασχολούμενων 432.000 άτομα (δεύτερος μεγαλύτερος κλάδος), ενώ, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2018, το σύνολο μισθωτών και ημερομίσθιων ήταν 354.000 (δεύτερος μεγαλύτερος κλάδος).
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2020 ο κύκλος εργασιών του κλάδου της εστίασης σε σχέση με το 2019 κατέγραψε μείωση κατά 2.285.334.018 ευρώ, ποσοστό 37,7%, ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία των ερευνών του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της ΓΣΕΒΕΕ, περισσότερες από 9 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εστίασης κατέγραψαν μείωση στον τζίρο τους το 2020. Για τις επιχειρήσεις αυτές ο μέσος όρος πτώσης του κύκλου εργασιών αντιστοιχούσε σε 51,7%.
Παράλληλα, το 75,38% των επιχειρήσεων του κλάδου της εστίασης έχουν αναστείλει συμβάσεις εργασίας, ενώ εκτιμάται ότι περίπου 200.000 εργαζόμενοι του κλάδου βρίσκονται σε αναστολή εργασίας. Αυτές οι θέσεις εργασίας βρίσκονται σε επισφάλεια, καθώς περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται πως αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας.
Είναι βέβαιο πως υπάρχει κίνδυνος απότομης αύξησης της ανεργίας εάν οι επιχειρήσεις που τελούν σε αναστολή ή υπολειτουργούν και έχουν αναστείλει συμβάσεις εργασίας προχωρήσουν σε εκτεταμένες απολύσεις εφόσον αρθούν και δεν επεκταθούν τα όποια μέτρα στήριξης έχει λάβει η κυβέρνηση.
Οι δυσκολίες στον τουρισμό
Πολύ δύσκολη είναι και η κατάσταση που επικρατεί στην τουρισμό. Ο κλάδος θα εξακολουθήσει να δέχεται ισχυρές πιέσεις, με τις πωλήσεις να παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα του 2019 το 2ο εξάμηνο (κατά 38% για τα ξενοδοχεία και κατά 15% για την εστίαση), σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα.
Ωστόσο, η μερική ανάκαμψη έναντι του 2020 (σχεδόν 50% σε ετήσια βάση) εκτιμάται ότι θα επιτρέψει το άνοιγμα της πλειονότητας των ξενοδοχείων κατά τη θερινή τουριστική περίοδο - επιτυγχάνοντας πληρότητες της τάξης του 45% (αντίστοιχα με τις επιδόσεις του 60% των ξενοδοχείων που άνοιξαν το καλοκαίρι του 2020).
Σε κάθε περίπτωση, οι επαγγελματίες του κλάδου ζητούν μεγαλύτερη ενίσχυση από την πλευρά της Ν.Δ. Κάθε μελλοντική στήριξη ή συνέχιση υφιστάμενης από τον Απρίλιο και μετά θα πρέπει να είναι απόλυτα στοχευμένη, με υψηλούς κόφτες που θα πρέπει να βασίζονται σε ποσοστά απομείωσης τζίρου (που μπορεί να φτάνουν και το 50%) και μεγάλες χρονικές περιόδους σύγκρισης, οι οποίες πρέπει να είναι το διάστημα Απριλίου - Δεκεμβρίου 2020 συγκριτικά με το ίδιο διάστημα του 2019.
Το παραπάνω ζητάει ο Σύνδεσμος Τουριστικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, με επιστολή του προς τους αρμόδιους υπουργούς της κυβέρνησης, διότι εκτιμά ότι μόνο έτσι θα διασφαλίσει ο κλάδος τα αναγκαία εργαλεία επανεκκίνησης, που θα του επιτρέψουν να ξεκινήσει την πορεία του προς την επάνοδο στα προ πανδημίας επίπεδα.
fonaklas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου