Εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις για την τρίτη αξιολόγηση, πριν ακόμη αρχίσουν, προκαλεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με τις προβλέψεις για τα δημοσιονομικά της Ελλάδας, που δημοσιοποίησε πριν από λίγο, καθώς επιμένει ότι το 2018 θα υπάρξει μεγάλο δημοσιονομικό κενό και «δείχνει», με αυτό τον τρόπο, στην κατεύθυνση νέων, επώδυνων μέτρων.
Όπως αναφέρεται στο σχετικό πίνακα της έκθεσηςFiscal Monitor, που παρουσιάσθηκε στην Ουάσιγκτον, το 2018 είναι το μοναδικό «προβληματικό» έτος μέχρι και το 2022, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων του Ταμείο. Το πρωτογενές πλεόνασμα, από 1,7% του ΑΕΠ φέτος, θα αυξηθεί το 2018 στο 2,2%, δηλαδή θα διαμορφωθεί 1,3% του ΑΕΠ χαμηλότερα από το στόχο του προγράμματος (3,5% του ΑΕΠ).
Πρόκειται για μια εκτίμηση όπου λαμβάνεται υπόψη το δημοσιονομικό όφελος από τα πρόσθετα μέτρα (κυρίως περικοπές κοινωνικών επιδομάτων), που συμφωνήθηκαν στη δεύτερη αξιολόγηση, αλλά το Ταμείο κρίνει ότι δεν είναι επαρκή για να φθάσει η Ελλάδα στο στόχο του 3,5%. Στην προηγούμενη εκτίμηση, του εαρινού Fiscal Monitor, όπου δεν λαμβανόταν υπόψη η επίδραση των μέτρων της δεύτερης αξιολόγησης, το Ταμείο προέβλεπε πλεόνασμα 2%.
Η απόσταση ανάμεσα στο στόχο του προγράμματος και στην πρόβλεψη του Ταμείου είναι τεράστια: αν ληφθούν μέτρα για να καλυφθεί, θα χρειασθεί η εξοικονόμηση να ξεπεράσει τα 2,3 δισ. ευρώ. Κατά το μεγαλύτερο μέρος (1% του ΑΕΠ), η απόκλιση μπορεί να καλυφθεί αν εφαρμοσθούν ένα χρόνο νωρίτερα οι προγραμματισμένες για το 2019 μειώσεις στις κύριες συντάξεις (εξάλειψη προσωπικής διαφοράς).
Για τα επόμενα χρόνια, δηλαδή από το 2019 ως και το 2022, το Ταμείο είναι αισιόδοξο ότι η επίδραση των περικοπών στις συντάξεις (2019) και της μείωσης του αφορολόγητου ορίου (2020) θα σταθεροποιήσουν το πρωτογενές πλεόνασμα στο επίπεδο του στόχου του προγράμματος 3,5%.
Προφανώς, το Ταμείο υπολογίζει ότι θα εφαρμοσθούν και τα θετικά «αντίμετρα» της κυβέρνησης, που συμφωνήθηκαν στη δεύτερη αξιολόγηση, δεδομένου ότι από το 2020 το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι αρκετά υψηλότερο από το στόχο του 3,5% (τα πρόσθετα μέτρα 2019-2020 θα έχουν συνδυαστική επίδραση δύο μονάδων του ΑΕΠ).
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης διαφωνεί με αυτές τις εκτιμήσεις και έχει εγγράψει στο προσχέδιο του προϋπολογισμού πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για το 2018.
Πριν φθάσει στην Αθήνα η ομάδα των επικεφαλής των Θεσμών, στις 23 Οκτωβρίου, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Γιώργος Χουλιαράκης θα επιχειρήσουν να πείσουν την Κριστίν Λαγκάρντ και τον Πόουλ Τόμσεν, σε συνάντηση που θα έχουν το Σάββατο, στην Ουάσιγκτον, ότι πρέπει να δοθεί μια ευκαιρία στην Ελλάδα να αποδείξει ότι μπορεί να πιάσει τους στόχους χωρίς νέα μέτρα.
Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, ότι η κυβέρνηση είχε επιμείνει να αποφύγει τα πρόσθετα μέτρα το 2018, επειδή πρόκειται για ένα έτος που υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να διενεργηθούν εκλογές.
Στην καλύτερη περίπτωση, όμως, εκτιμάται ότι η απάντηση που θα δοθεί από τους αξιωματούχους του Ταμείου θα είναι ότι δεν μπορούν να αναλάβουν τέτοιες δεσμεύσεις και θα πρέπει πρώτα να συζητηθεί το θέμα διεξοδικά στο επίπεδο των θεσμών, για εξετασθούν όλα τα στοιχεία και οι προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Άλλωστε, ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου, Π. Τόμσεν, έχει λάβει ξεκάθαρα θέση στο παρελθόν υπέρ της γρήγορης εφαρμογής των μέτρων για συντάξεις και αφορολόγητο και εκτιμάται ότι δεν θα χάσει αυτή την ευκαιρία για να πιέσει προς την κατεύθυνση της ταχύτερης εφαρμογής των μειώσεων στις συντάξεις.
Το πρόβλημα για την ελληνική κυβέρνηση είναι ότι δεν μπορεί στην παρούσα φάση να ακολουθήσει μια στρατηγική με στόχο την απομόνωση του Ταμείου, προσπαθώντας να κλείσει τη διαπραγμάτευση μόνο με τους Ευρωπαίους δανειστές, γιατί θα έχανε το μοναδικό ισχυρό σύμμαχο που έχει στις διαπραγματεύσεις για το χρέος έναντι της νέας -και πιθανόν σκληρότερης- γερμανικής κυβέρνησης.
Όπως αναφέρεται στο σχετικό πίνακα της έκθεσηςFiscal Monitor, που παρουσιάσθηκε στην Ουάσιγκτον, το 2018 είναι το μοναδικό «προβληματικό» έτος μέχρι και το 2022, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων του Ταμείο. Το πρωτογενές πλεόνασμα, από 1,7% του ΑΕΠ φέτος, θα αυξηθεί το 2018 στο 2,2%, δηλαδή θα διαμορφωθεί 1,3% του ΑΕΠ χαμηλότερα από το στόχο του προγράμματος (3,5% του ΑΕΠ).
Πρόκειται για μια εκτίμηση όπου λαμβάνεται υπόψη το δημοσιονομικό όφελος από τα πρόσθετα μέτρα (κυρίως περικοπές κοινωνικών επιδομάτων), που συμφωνήθηκαν στη δεύτερη αξιολόγηση, αλλά το Ταμείο κρίνει ότι δεν είναι επαρκή για να φθάσει η Ελλάδα στο στόχο του 3,5%. Στην προηγούμενη εκτίμηση, του εαρινού Fiscal Monitor, όπου δεν λαμβανόταν υπόψη η επίδραση των μέτρων της δεύτερης αξιολόγησης, το Ταμείο προέβλεπε πλεόνασμα 2%.
Η απόσταση ανάμεσα στο στόχο του προγράμματος και στην πρόβλεψη του Ταμείου είναι τεράστια: αν ληφθούν μέτρα για να καλυφθεί, θα χρειασθεί η εξοικονόμηση να ξεπεράσει τα 2,3 δισ. ευρώ. Κατά το μεγαλύτερο μέρος (1% του ΑΕΠ), η απόκλιση μπορεί να καλυφθεί αν εφαρμοσθούν ένα χρόνο νωρίτερα οι προγραμματισμένες για το 2019 μειώσεις στις κύριες συντάξεις (εξάλειψη προσωπικής διαφοράς).
Για τα επόμενα χρόνια, δηλαδή από το 2019 ως και το 2022, το Ταμείο είναι αισιόδοξο ότι η επίδραση των περικοπών στις συντάξεις (2019) και της μείωσης του αφορολόγητου ορίου (2020) θα σταθεροποιήσουν το πρωτογενές πλεόνασμα στο επίπεδο του στόχου του προγράμματος 3,5%.
Προφανώς, το Ταμείο υπολογίζει ότι θα εφαρμοσθούν και τα θετικά «αντίμετρα» της κυβέρνησης, που συμφωνήθηκαν στη δεύτερη αξιολόγηση, δεδομένου ότι από το 2020 το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι αρκετά υψηλότερο από το στόχο του 3,5% (τα πρόσθετα μέτρα 2019-2020 θα έχουν συνδυαστική επίδραση δύο μονάδων του ΑΕΠ).
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης διαφωνεί με αυτές τις εκτιμήσεις και έχει εγγράψει στο προσχέδιο του προϋπολογισμού πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για το 2018.
Πριν φθάσει στην Αθήνα η ομάδα των επικεφαλής των Θεσμών, στις 23 Οκτωβρίου, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Γιώργος Χουλιαράκης θα επιχειρήσουν να πείσουν την Κριστίν Λαγκάρντ και τον Πόουλ Τόμσεν, σε συνάντηση που θα έχουν το Σάββατο, στην Ουάσιγκτον, ότι πρέπει να δοθεί μια ευκαιρία στην Ελλάδα να αποδείξει ότι μπορεί να πιάσει τους στόχους χωρίς νέα μέτρα.
Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, ότι η κυβέρνηση είχε επιμείνει να αποφύγει τα πρόσθετα μέτρα το 2018, επειδή πρόκειται για ένα έτος που υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να διενεργηθούν εκλογές.
Στην καλύτερη περίπτωση, όμως, εκτιμάται ότι η απάντηση που θα δοθεί από τους αξιωματούχους του Ταμείου θα είναι ότι δεν μπορούν να αναλάβουν τέτοιες δεσμεύσεις και θα πρέπει πρώτα να συζητηθεί το θέμα διεξοδικά στο επίπεδο των θεσμών, για εξετασθούν όλα τα στοιχεία και οι προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Άλλωστε, ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου, Π. Τόμσεν, έχει λάβει ξεκάθαρα θέση στο παρελθόν υπέρ της γρήγορης εφαρμογής των μέτρων για συντάξεις και αφορολόγητο και εκτιμάται ότι δεν θα χάσει αυτή την ευκαιρία για να πιέσει προς την κατεύθυνση της ταχύτερης εφαρμογής των μειώσεων στις συντάξεις.
Το πρόβλημα για την ελληνική κυβέρνηση είναι ότι δεν μπορεί στην παρούσα φάση να ακολουθήσει μια στρατηγική με στόχο την απομόνωση του Ταμείου, προσπαθώντας να κλείσει τη διαπραγμάτευση μόνο με τους Ευρωπαίους δανειστές, γιατί θα έχανε το μοναδικό ισχυρό σύμμαχο που έχει στις διαπραγματεύσεις για το χρέος έναντι της νέας -και πιθανόν σκληρότερης- γερμανικής κυβέρνησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου