.
Δεν υπάρχει τίποτα που να δικαιολογεί κάποιες αισιόδοξες προβλέψεις σε εγχώριο και παγκόσμιο επίπεδο – αφού τα προβλήματα συσσωρεύονται επιδεινούμενα αντί να επιλύονται, μεταφερόμενα επαυξημένα στο μέλλον.
«Σύμφωνα με τις ειδήσεις, η διοίκηση του MEGA συμφώνησε με τις δανείστριες τράπεζες και ήταν έτοιμη να πληρώσει τους εργαζομένους, αλλά σταμάτησε επειδή ενημερώθηκε πως θα πρέπει να ζητήσει την έγκριση της Τρόικα! Εάν αυτό δεν σημαίνει πως η Ελλάδα βρίσκεται πράγματι υπό κατοχή, τι άλλο θα μπορούσε να το τεκμηριώσει;
Όσο για τις πράξεις που οφείλουν να αντικαταστήσουν τα λόγια, για να μπορέσει κανείς να προσφέρει κάτι στη χώρα, οφείλει να ασχοληθεί με την πολιτική – όπου όμως για να πετύχει πρέπει να είναι (α) είτε κληρονομικά επώνυμος (π.χ. Καραμανλής, Παπανδρέου, Μητσοτάκης κλπ.), (β) είτε μεγάλος ψεύτης, υποσχόμενος πράγματα που γνωρίζει πως δεν μπορεί ή δεν τον συμφέρει να κάνει, (γ) είτε να μην έχει κανέναν ηθικό ενδοιασμό προσχωρώντας ιδιοτελώς σε παρατάξεις που προηγουμένως κατηγορούσε, (δ) είτε να είναι διεφθαρμένος έχοντας βρει κάποιους που τον στηρίζουν οικονομικά, (ε) είτε Θεός. Επομένως όταν δεν είναι τίποτα από τα πέντε, δεν έχει καμία δυνατότητα να τα καταφέρει – οπότε αυτό που του απομένει είναι τα λόγια, οι προσπάθειες δηλαδή να αφυπνισθεί η πλειοψηφία, συνειδητοποιώντας πού οδηγείται.
Τέλος, ύβρεις δεν είναι τα γραπτά κείμενα, αλλά οι πράξεις – όπως οι πανηγυρικές εκδηλώσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο πλούσιο συνέδριο της όταν οι Πολίτες υποφέρουν, όπου ετοιμάζεται να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας που θα της εμπιστευθούν ξανά οι Έλληνες, ως νέα διαχειρίστρια των μνημονίων, παρά τη μακρόχρονη εμπειρία τους με τα μνημόνια και το σκοτεινό παρελθόν της! Εάν πράγματι το κάνουν, τότε πώς πρέπει να τους χαρακτηρίσει κανείς; Όταν η επανάληψη του ίδιου πειράματος με την προσδοκία διαφορετικού αποτελέσματος είναι ο ορισμός της ανοησίας κατά τον Αϊνστάιν, τότε τι θα ήταν η πολλαπλή; Πώς πρέπει να κρίνει κανείς έναν τέτοιο λαό;» (ΒΒ).
Άποψη
Δεν γνωρίζω πώς θα μπορούσε να είναι κανείς αισιόδοξος για την Ελλάδα κρίνοντας από τα μεγέθη της οικονομίας της: (α) από το δημόσιο χρέος στο 190% του ΑΕΠ της, λόγω των 20 δις € περίπου που αυξάνεται (στα 345 δις €), μετά την αποδοχή του δανεισμού των υπολοίπων από την 3η δανειακή σύμβαση για να δημιουργηθεί το «μαξιλάρι» που θα επιτρέψει την έξοδο της στις αγορές (το επιτόκιο υπολογίζεται κάτω από το 3%, το οποίο όμως δεν αποτελεί επιτυχία συγκρινόμενο με τα σημερινά της τάξης του 1% των άλλων υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης λόγω του QE της ΕΚΤ), (β) από το κόκκινο ιδιωτικό που υπερβαίνει το 130% του ΑΕΠ (τα 230 δις €), (γ) από τη συνεχόμενη μείωση των παγίων επενδύσεων (δ) από τον περιορισμό της κατανάλωσης λόγω της υπερβολικής φορολογίας, σε συνδυασμό με τη διαρκή πτώση των εισοδημάτων (ε) από τις μαζικές κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς που προγραμματίζονται, ενώ θα ακολουθήσουν οι βίαιες εξώσεις οικογενειών από τα σπίτια τους κοκ.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο δυσεπίλυτο, εάν συμπεριλάβει κανείς τα οικονομικά μεγέθη των τραπεζών – οι οποίες ευρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση, λόγω της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, των κόκκινων δανείων, της αδύναμης κεφαλαιακής τους επάρκειας κοκ. Το γεγονός αυτό συμπεραίνεται εύκολα από τις χρηματιστηριακές τους τιμές – οι οποίες είναι τουλάχιστον απελπιστικές.
Δεν γνωρίζω ούτε πώς θα μπορούσε να είναι κανείς αισιόδοξος για την Ελλάδα, κρίνοντας από την πολιτική αλλαγή που προβλέπεται: από την αντικατάσταση της σημερινής συγκυβέρνησης, όπου τη θέση της θα αναλάβει η προκάτοχος της (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ), με την υπόσχεση της καλύτερης διαχείρισης των μνημονίων – τα οποία λόγω της φύσης τους δεν οδηγούν πουθενά, ενώ τα δύο κόμματα έχουν δώσει δείγματα γραφής, υπεύθυνα μεταξύ άλλων για το PSI που κατέστρεψε κυριολεκτικά τη χώρα. Η μάχη με την κυρία Merkel πάντως, χωρίς κανένα διαπραγματευτικό χαρτί, καθώς επίσης χωρίς να είναι πρόθυμη η χώρα να πάρει το ρίσκο της χρεοκοπίας, είναι αδύνατον να κερδηθεί – ενώ ο χρόνος λήψης αποφάσεων στην Ευρώπη είναι τραγικός, πολύ πιο αργός από το περπάτημα μίας χελώνας.
Αυτό που γνωρίζω όμως είναι πως οι διεθνείς ελίτ, οι οποίες ελέγχουν πλήρως σήμερα την πολιτική, θα συνεχίσουν να πλουτίζουν – χρησιμοποιώντας τις κεντρικές τράπεζες και τα πακέτα τους, τα οποία τροφοδοτούν τους δείκτες των χρηματιστηρίων προς όφελος τους, αφού αυτοί λυμαίνονται τα νέα χρήματα που δημιουργούνται. Παράδειγμα οι Η.Π.Α. (γράφημα), όπου φαίνεται καθαρά πως ο δείκτης S&P ακολουθεί τα πακέτα της Fed – η οποία ναι μεν τα σταμάτησε, αλλά δεν έχει καμία δυνατότητα να αναρροφήσει την υπερβάλλουσα ρευστότητα που δημιούργησε.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει στην Ιαπωνία (γράφημα), όπου η κεντρική της τράπεζα δεν αυξάνει μόνο συνεχώς τη ρευστότητα αλλά, επί πλέον, συμμετέχει στις χρηματιστηριακές αγορές ως αγοραστής, διαστρεβλώνοντας τες εντελώς – κάτι που κάνει επίσης η ελβετική κεντρική τράπεζα, έχοντας εξελιχθεί σε ένα γιγαντιαίο κερδοσκοπικό κεφάλαιο.
Το ίδιο παρατηρείται στη Μ. Βρετανία, ο χρηματιστηριακός δείκτης της οποίας ακολουθεί πιστά τα πακέτα της κεντρικής της τράπεζας (γράφημα) – ενώ οι αναλυτές χαρακτηρίζουν αυτά τα χρήματα «σκοτεινά», επειδή δημιουργούνται από τις κεντρικές τράπεζες που ελέγχουν απόλυτα την οικονομία, σαν να πρόκειται για ένα καθεστώς σοβιετικού τύπου.
Πληθωρισμός βέβαια δεν δημιουργείται, επειδή οι εμπορικές τράπεζες, υπεύθυνες για το 90% του δανεισμού, δεν δίνουν πιστώσεις στην πραγματική οικονομία, μη έχοντας ακόμη συνέλθει από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – καθώς επίσης διαθέτοντας πολύ χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια. Σε κάθε περίπτωση οι μισθοί των εργαζομένων δεν αυξάνονται, παρά το ότι η ανεργία στις παραπάνω χώρες είναι ελάχιστη, οπότε δεν τίθεται σε λειτουργία ο ανοδικός σπειροειδής κύκλος μισθών-τιμών που προκαλεί πληθωρισμό – αν και ο πληθωρισμός στα πάγια περιουσιακά στοιχεία είναι δεδομένος, κρίνοντας από τις φούσκες στις αγορές ακινήτων, στις μετοχές κοκ.
Κάποια στιγμή όμως δεν θα αποφευχθεί, αφού διαφορετικά δεν αντιμετωπίζεται η υπερχρέωση των χωρών της Δύσης – οπότε όλες οι εισοδηματικές τάξεις, με εξαίρεση τις ελίτ, θα χάσουν ξανά χρήματα, εντείνοντας τις ήδη υφιστάμενες μεγάλες ανισότητες, με κίνδυνο να ξεσπάσουν αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις. Ως εκ τούτου το μέλλον του πλανήτη, στον οποίο διαπιστώνονται παράλληλα σημαντικές γεωπολιτικές εντάσεις λόγω της σύγκρουσης των τριών ισχυρών δυνάμεων, με επίκεντρο τη Μέση Ανατολή, δεν μπορεί να είναι ευοίωνο – όσο αισιόδοξος και αν είναι κανείς.
Όσο για τις πράξεις που οφείλουν να αντικαταστήσουν τα λόγια, για να μπορέσει κανείς να προσφέρει κάτι στη χώρα, οφείλει να ασχοληθεί με την πολιτική – όπου όμως για να πετύχει πρέπει να είναι (α) είτε κληρονομικά επώνυμος (π.χ. Καραμανλής, Παπανδρέου, Μητσοτάκης κλπ.), (β) είτε μεγάλος ψεύτης, υποσχόμενος πράγματα που γνωρίζει πως δεν μπορεί ή δεν τον συμφέρει να κάνει, (γ) είτε να μην έχει κανέναν ηθικό ενδοιασμό προσχωρώντας ιδιοτελώς σε παρατάξεις που προηγουμένως κατηγορούσε, (δ) είτε να είναι διεφθαρμένος έχοντας βρει κάποιους που τον στηρίζουν οικονομικά, (ε) είτε Θεός. Επομένως όταν δεν είναι τίποτα από τα πέντε, δεν έχει καμία δυνατότητα να τα καταφέρει – οπότε αυτό που του απομένει είναι τα λόγια, οι προσπάθειες δηλαδή να αφυπνισθεί η πλειοψηφία, συνειδητοποιώντας πού οδηγείται.
Τέλος, ύβρεις δεν είναι τα γραπτά κείμενα, αλλά οι πράξεις – όπως οι πανηγυρικές εκδηλώσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο πλούσιο συνέδριο της όταν οι Πολίτες υποφέρουν, όπου ετοιμάζεται να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας που θα της εμπιστευθούν ξανά οι Έλληνες, ως νέα διαχειρίστρια των μνημονίων, παρά τη μακρόχρονη εμπειρία τους με τα μνημόνια και το σκοτεινό παρελθόν της! Εάν πράγματι το κάνουν, τότε πώς πρέπει να τους χαρακτηρίσει κανείς; Όταν η επανάληψη του ίδιου πειράματος με την προσδοκία διαφορετικού αποτελέσματος είναι ο ορισμός της ανοησίας κατά τον Αϊνστάιν, τότε τι θα ήταν η πολλαπλή; Πώς πρέπει να κρίνει κανείς έναν τέτοιο λαό;» (ΒΒ).
Άποψη
Δεν γνωρίζω πώς θα μπορούσε να είναι κανείς αισιόδοξος για την Ελλάδα κρίνοντας από τα μεγέθη της οικονομίας της: (α) από το δημόσιο χρέος στο 190% του ΑΕΠ της, λόγω των 20 δις € περίπου που αυξάνεται (στα 345 δις €), μετά την αποδοχή του δανεισμού των υπολοίπων από την 3η δανειακή σύμβαση για να δημιουργηθεί το «μαξιλάρι» που θα επιτρέψει την έξοδο της στις αγορές (το επιτόκιο υπολογίζεται κάτω από το 3%, το οποίο όμως δεν αποτελεί επιτυχία συγκρινόμενο με τα σημερινά της τάξης του 1% των άλλων υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης λόγω του QE της ΕΚΤ), (β) από το κόκκινο ιδιωτικό που υπερβαίνει το 130% του ΑΕΠ (τα 230 δις €), (γ) από τη συνεχόμενη μείωση των παγίων επενδύσεων (δ) από τον περιορισμό της κατανάλωσης λόγω της υπερβολικής φορολογίας, σε συνδυασμό με τη διαρκή πτώση των εισοδημάτων (ε) από τις μαζικές κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς που προγραμματίζονται, ενώ θα ακολουθήσουν οι βίαιες εξώσεις οικογενειών από τα σπίτια τους κοκ.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο δυσεπίλυτο, εάν συμπεριλάβει κανείς τα οικονομικά μεγέθη των τραπεζών – οι οποίες ευρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση, λόγω της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, των κόκκινων δανείων, της αδύναμης κεφαλαιακής τους επάρκειας κοκ. Το γεγονός αυτό συμπεραίνεται εύκολα από τις χρηματιστηριακές τους τιμές – οι οποίες είναι τουλάχιστον απελπιστικές.
Δεν γνωρίζω ούτε πώς θα μπορούσε να είναι κανείς αισιόδοξος για την Ελλάδα, κρίνοντας από την πολιτική αλλαγή που προβλέπεται: από την αντικατάσταση της σημερινής συγκυβέρνησης, όπου τη θέση της θα αναλάβει η προκάτοχος της (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ), με την υπόσχεση της καλύτερης διαχείρισης των μνημονίων – τα οποία λόγω της φύσης τους δεν οδηγούν πουθενά, ενώ τα δύο κόμματα έχουν δώσει δείγματα γραφής, υπεύθυνα μεταξύ άλλων για το PSI που κατέστρεψε κυριολεκτικά τη χώρα. Η μάχη με την κυρία Merkel πάντως, χωρίς κανένα διαπραγματευτικό χαρτί, καθώς επίσης χωρίς να είναι πρόθυμη η χώρα να πάρει το ρίσκο της χρεοκοπίας, είναι αδύνατον να κερδηθεί – ενώ ο χρόνος λήψης αποφάσεων στην Ευρώπη είναι τραγικός, πολύ πιο αργός από το περπάτημα μίας χελώνας.
Αυτό που γνωρίζω όμως είναι πως οι διεθνείς ελίτ, οι οποίες ελέγχουν πλήρως σήμερα την πολιτική, θα συνεχίσουν να πλουτίζουν – χρησιμοποιώντας τις κεντρικές τράπεζες και τα πακέτα τους, τα οποία τροφοδοτούν τους δείκτες των χρηματιστηρίων προς όφελος τους, αφού αυτοί λυμαίνονται τα νέα χρήματα που δημιουργούνται. Παράδειγμα οι Η.Π.Α. (γράφημα), όπου φαίνεται καθαρά πως ο δείκτης S&P ακολουθεί τα πακέτα της Fed – η οποία ναι μεν τα σταμάτησε, αλλά δεν έχει καμία δυνατότητα να αναρροφήσει την υπερβάλλουσα ρευστότητα που δημιούργησε.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει στην Ιαπωνία (γράφημα), όπου η κεντρική της τράπεζα δεν αυξάνει μόνο συνεχώς τη ρευστότητα αλλά, επί πλέον, συμμετέχει στις χρηματιστηριακές αγορές ως αγοραστής, διαστρεβλώνοντας τες εντελώς – κάτι που κάνει επίσης η ελβετική κεντρική τράπεζα, έχοντας εξελιχθεί σε ένα γιγαντιαίο κερδοσκοπικό κεφάλαιο.
Το ίδιο παρατηρείται στη Μ. Βρετανία, ο χρηματιστηριακός δείκτης της οποίας ακολουθεί πιστά τα πακέτα της κεντρικής της τράπεζας (γράφημα) – ενώ οι αναλυτές χαρακτηρίζουν αυτά τα χρήματα «σκοτεινά», επειδή δημιουργούνται από τις κεντρικές τράπεζες που ελέγχουν απόλυτα την οικονομία, σαν να πρόκειται για ένα καθεστώς σοβιετικού τύπου.
Πληθωρισμός βέβαια δεν δημιουργείται, επειδή οι εμπορικές τράπεζες, υπεύθυνες για το 90% του δανεισμού, δεν δίνουν πιστώσεις στην πραγματική οικονομία, μη έχοντας ακόμη συνέλθει από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – καθώς επίσης διαθέτοντας πολύ χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια. Σε κάθε περίπτωση οι μισθοί των εργαζομένων δεν αυξάνονται, παρά το ότι η ανεργία στις παραπάνω χώρες είναι ελάχιστη, οπότε δεν τίθεται σε λειτουργία ο ανοδικός σπειροειδής κύκλος μισθών-τιμών που προκαλεί πληθωρισμό – αν και ο πληθωρισμός στα πάγια περιουσιακά στοιχεία είναι δεδομένος, κρίνοντας από τις φούσκες στις αγορές ακινήτων, στις μετοχές κοκ.
Κάποια στιγμή όμως δεν θα αποφευχθεί, αφού διαφορετικά δεν αντιμετωπίζεται η υπερχρέωση των χωρών της Δύσης – οπότε όλες οι εισοδηματικές τάξεις, με εξαίρεση τις ελίτ, θα χάσουν ξανά χρήματα, εντείνοντας τις ήδη υφιστάμενες μεγάλες ανισότητες, με κίνδυνο να ξεσπάσουν αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις. Ως εκ τούτου το μέλλον του πλανήτη, στον οποίο διαπιστώνονται παράλληλα σημαντικές γεωπολιτικές εντάσεις λόγω της σύγκρουσης των τριών ισχυρών δυνάμεων, με επίκεντρο τη Μέση Ανατολή, δεν μπορεί να είναι ευοίωνο – όσο αισιόδοξος και αν είναι κανείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου