Σε «βραχνά» για περισσότερους από 1,8 εκατομμύρια φορολογούμενους -κυρίως χαμηλόμισθους,
χαμηλοσυνταξιούχους, περιστασιακά απασχολούμενους, υπερχρεωμένους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και αγρότες- έχουν εξελιχθεί τα τεκμήρια της εφορίας (οι αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης και οι
δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων), καθώς προσδιορίζουν το ύψος του φορολογητέου εισοδήματός τους σε πολύ πιο υψηλό επίπεδο από το πραγματικό και τους υποχρεώνουν να καταβάλουν υπέρογκα ποσά φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Για να αποφύγουν τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματός τους με βάση τα τεκμήρια, οι φορολογούμενοι πρέπει να βρουν τρόπους να καλύψουν την πρόσθετη διαφορά που προκύπτει μεταξύ του πραγματικού εισοδήματός τους και του πιο υψηλού ποσού εισοδήματος που προσδιορίζουν τα τεκμήρια. Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς εναλλακτικούς τρόπους, τους οποίους παρουσιάζουμε παρακάτω αναλυτικά. Σε κάθε περίπτωση που ο φορολογούμενος καταφέρνει να δικαιολογήσει τη διαφορά αυτή, φορολογείται για το πραγματικό εισόδημα που έχει δηλώσει κι όχι για το -υψηλότερο του πραγματικού- τεκμαρτό του εισόδημα, οπότε γλιτώνει σημαντικού ύψους φορολογικές επιβαρύνσεις.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ο φορολογούμενος μπορεί να καλύψει τυχόν προστιθέμενη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος λόγω τεκμηρίων, αναγράφοντας στη φορολογική του δήλωση έως και 9 διαφορετικές κατηγορίες ποσών.
Συγκεκριμένα:
1. Πραγματικά εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν το 2017 από τον ίδιο το φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα εξαρτώμενα μέλη της οικογενείας του και τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο. Ως τέτοια εισοδήματα θεωρούνται η αποζημίωση απόλυσης, τα επιδόματα ανεργίας, το ΕΚΑΣ, τα κέρδη από μετοχές και αμοιβαία, οι τόκοι από REPOS, έντοκα γραμμάτια και ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, οι τόκοι από καταθέσεις στις τράπεζες, τα επιδόματα επικινδυνότητας κ.λπ.
Τα ποσά αυτά είναι προσυμπληρωμένα στους κωδικούς 619-620, 617-618 και 335-336 του πίνακα 6 του Ε1, εφόσον οι φορείς που τα κατέβαλαν έχουν αποστείλει ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ τα αρχεία με τα σχετικά στοιχεία.
Εφόσον οι φορείς που κατέβαλαν τα ποσά αυτά δεν έχουν υποβάλει ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ τα σχετικά αρχεία και οι παραπάνω κωδικοί δεν είναι προσυμπληρωμένοι, τότε ο ίδιος ο φορολογούμενος πρέπει να τα αναγράψει στους κωδικούς 659-660, 657-658 και 305-306 του πίνακα 6.
2. Χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες διατάξεις και αποκτήθηκαν εντός του 2017. Τέτοια ποσά είναι το εφάπαξ, μια αποζημίωση από την ασφαλιστική κ.λπ. Τα ποσά αυτά δηλώνονται στον πίνακα 6, στους κωδικούς 781-782.
3. Κάθε έσοδο ή τίμημα που εισέπραξε ο φορολογούμενος το 2017 από την πώληση περιουσιακών στοιχείων του. Λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που εισέπραξε ο φορολογούμενος από την πώληση ακινήτων, αυτοκινήτων, κινητών πραγμάτων συνολικής αξίας άνω των 10.000 ευρώ, μετοχών, ομολόγων, εντόκων γραμματίων, μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλων κινητών αξιών. Από το τίμημα πώλησης που εισπράχθηκε εντός του 2017 αφαιρείται το κόστος απόκτησης, δηλαδή το τίμημα που καταβλήθηκε σε κάποιο προηγούμενο έτος για την αγορά του περιουσιακού στοιχείου.
Εάν το κόστος απόκτησης του πωληθέντος εντός του 2017 περιουσιακού στοιχείου εθεωρείτο «τεκμήριο» τη χρονιά κατά την οποία αποκτήθηκε και ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου του έτους εκείνου, τότε το τίμημα το οποίο καταβλήθηκε τη χρονιά εκείνη για την απόκτησή του δεν θα πρέπει να αφαιρείται από το τίμημα στο οποίο πωλήθηκε εντός του 2017 και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρο το ποσό του τιμήματος για την κάλυψη της πρόσθετης διαφοράς εισοδήματος.
Για να αποδείξει ο φορολογούμενος την είσπραξη ποσού από την πώληση περιουσιακού του στοιχείου πρέπει να έχει κυρωμένο αντίγραφο συμβολαίου ή προσυμφώνου ή βεβαίωση του συμβολαιογράφου από τα οποία προκύπτουν τα χρηματικά ποσά που εισέπραξε. Για αγοραπωλησία αυτοκινήτων μεταξύ ιδιωτών αρκεί μια υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 από τους δύο συναλλασσόμενους.
δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων), καθώς προσδιορίζουν το ύψος του φορολογητέου εισοδήματός τους σε πολύ πιο υψηλό επίπεδο από το πραγματικό και τους υποχρεώνουν να καταβάλουν υπέρογκα ποσά φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Για να αποφύγουν τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματός τους με βάση τα τεκμήρια, οι φορολογούμενοι πρέπει να βρουν τρόπους να καλύψουν την πρόσθετη διαφορά που προκύπτει μεταξύ του πραγματικού εισοδήματός τους και του πιο υψηλού ποσού εισοδήματος που προσδιορίζουν τα τεκμήρια. Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς εναλλακτικούς τρόπους, τους οποίους παρουσιάζουμε παρακάτω αναλυτικά. Σε κάθε περίπτωση που ο φορολογούμενος καταφέρνει να δικαιολογήσει τη διαφορά αυτή, φορολογείται για το πραγματικό εισόδημα που έχει δηλώσει κι όχι για το -υψηλότερο του πραγματικού- τεκμαρτό του εισόδημα, οπότε γλιτώνει σημαντικού ύψους φορολογικές επιβαρύνσεις.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ο φορολογούμενος μπορεί να καλύψει τυχόν προστιθέμενη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος λόγω τεκμηρίων, αναγράφοντας στη φορολογική του δήλωση έως και 9 διαφορετικές κατηγορίες ποσών.
Συγκεκριμένα:
1. Πραγματικά εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν το 2017 από τον ίδιο το φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα εξαρτώμενα μέλη της οικογενείας του και τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο. Ως τέτοια εισοδήματα θεωρούνται η αποζημίωση απόλυσης, τα επιδόματα ανεργίας, το ΕΚΑΣ, τα κέρδη από μετοχές και αμοιβαία, οι τόκοι από REPOS, έντοκα γραμμάτια και ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, οι τόκοι από καταθέσεις στις τράπεζες, τα επιδόματα επικινδυνότητας κ.λπ.
Τα ποσά αυτά είναι προσυμπληρωμένα στους κωδικούς 619-620, 617-618 και 335-336 του πίνακα 6 του Ε1, εφόσον οι φορείς που τα κατέβαλαν έχουν αποστείλει ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ τα αρχεία με τα σχετικά στοιχεία.
Εφόσον οι φορείς που κατέβαλαν τα ποσά αυτά δεν έχουν υποβάλει ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ τα σχετικά αρχεία και οι παραπάνω κωδικοί δεν είναι προσυμπληρωμένοι, τότε ο ίδιος ο φορολογούμενος πρέπει να τα αναγράψει στους κωδικούς 659-660, 657-658 και 305-306 του πίνακα 6.
2. Χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες διατάξεις και αποκτήθηκαν εντός του 2017. Τέτοια ποσά είναι το εφάπαξ, μια αποζημίωση από την ασφαλιστική κ.λπ. Τα ποσά αυτά δηλώνονται στον πίνακα 6, στους κωδικούς 781-782.
3. Κάθε έσοδο ή τίμημα που εισέπραξε ο φορολογούμενος το 2017 από την πώληση περιουσιακών στοιχείων του. Λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που εισέπραξε ο φορολογούμενος από την πώληση ακινήτων, αυτοκινήτων, κινητών πραγμάτων συνολικής αξίας άνω των 10.000 ευρώ, μετοχών, ομολόγων, εντόκων γραμματίων, μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλων κινητών αξιών. Από το τίμημα πώλησης που εισπράχθηκε εντός του 2017 αφαιρείται το κόστος απόκτησης, δηλαδή το τίμημα που καταβλήθηκε σε κάποιο προηγούμενο έτος για την αγορά του περιουσιακού στοιχείου.
Εάν το κόστος απόκτησης του πωληθέντος εντός του 2017 περιουσιακού στοιχείου εθεωρείτο «τεκμήριο» τη χρονιά κατά την οποία αποκτήθηκε και ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου του έτους εκείνου, τότε το τίμημα το οποίο καταβλήθηκε τη χρονιά εκείνη για την απόκτησή του δεν θα πρέπει να αφαιρείται από το τίμημα στο οποίο πωλήθηκε εντός του 2017 και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρο το ποσό του τιμήματος για την κάλυψη της πρόσθετης διαφοράς εισοδήματος.
Για να αποδείξει ο φορολογούμενος την είσπραξη ποσού από την πώληση περιουσιακού του στοιχείου πρέπει να έχει κυρωμένο αντίγραφο συμβολαίου ή προσυμφώνου ή βεβαίωση του συμβολαιογράφου από τα οποία προκύπτουν τα χρηματικά ποσά που εισέπραξε. Για αγοραπωλησία αυτοκινήτων μεταξύ ιδιωτών αρκεί μια υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 από τους δύο συναλλασσόμενους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου