Mε νέο άρθρο - φωτιά ο πρώην πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Χριστόφορος Σεβαστίδης, και επικεφαλής της μειοψηφίας του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, εκφράζει σφοδρή ανησυχία, μετά τις νέες αποκαλύψεις για παρακολούθηση εισαγγελικών.. λειτουργών, ενώ παράλληλα βάλλει κατά της τωρινής ηγεσίας της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, για τη μέχρι τώρα στάση της στο θέμα των υποκλοπών, την οποία χαρακτηρίζει” αλλοπρόσαλλη και ύποπτη στάση”!
Με τίτλο «Και τώρα ποιος θα προστατεύσει τους δικαστές;», στο άρθρο του, ο κ. Σεβαστίδης επισημαίνει «την αγωνία όλων των μελών του Δικαστικού Σώματος για το εάν, πότε και με ποια αφορμή έχουν γίνει αντικείμενο παρακολούθησης», ενώ τονίζει: «Δικαστες και εισαγγελείς που χειριστηκαν σοβαρές ποινικές υποθέσεις, αστικές υποθέσεις με μεγάλο αντικείμενο ή με διαδικους επιχειρηματίες και πολιτικούς…. Έχουν εύλογο ενδιαφέρον να πληροφορηθουν και δίκαιη απαίτηση να προστατεύουν».
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του κ. Σεβαστίδη
«Και τώρα ποιος θα προστατεύσει τους δικαστές;
Για κάποιον που παρακολούθησε από την αρχή την εξελικτική πορεία του σκανδάλου των τηλεφωνικών υποκλοπών δεν θα ήταν δύσκολο να προβλέψει την θέση στην οποία το Δικαστικό Σώμα βρίσκεται σήμερα. Η δημόσια ομολογία της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για τον αρχηγό ενός κοινοβουλευτικού κόμματος και δύο τουλάχιστον δημοσιογράφων, η σύσταση εξεταστικής επιτροπής στην Βουλή, η συνειδητοποίηση του τεράστιου αριθμού των νόμιμων επισυνδέσεων, που φτάνουν τις 15.000 ετησίως, η κατάθεση σχεδίου νόμου που θα τροποποιήσει τον ισχύοντα εκτελεστικό νόμο του άρθρου 19 του Συντάγματος, μας είχαν προδιαθέσει για την πιθανότητα αποκάλυψης ονομάτων δικαστικών λειτουργών που με τρόπο νόμιμο ή παράνομο είχε αρθεί το τηλεφωνικό τους απόρρητο. Το δημοσίευμα σημερινής κυριακάτικης εφημερίδας ήταν συνεπώς σχεδόν αναμενόμενη εξέλιξη. Πυροδότησε ωστόσο δικαιολογημένα την αγωνία όλων των μελών του Δικαστικού Σώματος για το εάν, πότε και με ποια αφορμή έχουν γίνει αντικείμενο παρακολούθησης.
Δικαστές και Εισαγγελείς που χειρίστηκαν σοβαρές ποινικές υποθέσεις, αστικές υποθέσεις με μεγάλο αντικείμενο ή με διαδίκους επιχειρηματίες και πολιτικούς, όσοι διετέλεσαν αιρετά μέλη διοικήσεων δικαστηρίων ή δικαστικών ενώσεων, όσοι συμμετείχαν σε επιτροπές έχουν εύλογο ενδιαφέρον να πληροφορηθούν και δίκαιη απαίτηση να προστατευτούν.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια Δικαστική Ένωση αφοσιωμένη στον καταστατικό της σκοπό, στην προάσπιση των δικαιωμάτων των μελών της, αδέσμευτη από κάθε είδους εξαρτήσεις, έτοιμη να συγκρουστεί και να διεκδικήσει, ταγμένη στην υπεράσπιση των συνταγματικών δικαιωμάτων, με λόγο επιστημονικό και σταθερότητα στις θέσεις της.
Η σημερινή πλειοψηφία του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων τήρησε από την αρχή μια στάση αλλοπρόσαλλη και ύποπτη. Την εποχή των πρώτων αποκαλύψεων υπερθεμάτιζε για την ανάγκη να παραμείνει ουδέτερη και μακριά από κάθε είδους τοποθέτηση, καθώς «πρόκειται για ανοιχτή δικαστική υπόθεση». Εντελώς ξαφνικά η πρόεδρος της Ένωσης χωρίς να δώσει ακόμα και σήμερα καμία απολύτως εξήγηση, μετέβαλε τη στάση της και σε χαιρετισμό της σε συνέδριο αναγνώρισε ότι πρόκειται για «συνταγματική εκτροπή». Ακολούθησε μία περίοδος αφωνίας και συνειδητής αποχής από τη δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου. Προχθές το προεδρείο κατέθεσε εκπρόθεσμα και μετά την λήξη της διαβούλευσης τις θέσεις του περισσότερο ως κείμενο δηλωτικό της ύπαρξής του και πυροτέχνημα που θα φωτίσει για λίγο τους συντάκτες του και θα χαθεί, παρά ως ουσιαστική παρέμβαση στις εξελίξεις. Η προχειρότητα και η βιασύνη των προτάσεών του εκθέτουν όχι μόνο τους ίδιους αλλά γκρεμίζουν το επιστημονικό κύρος της Ένωσης που με κόπο χτίστηκε.
Διαβάσαμε λοιπόν ότι ο όρος του νομοσχεδίου «εθνική ασφάλεια είναι αόριστος και απαιτείται η συγκεκριμενοποίησή του». Μα περισσότερο συγκεκριμένος δεν γίνεται! Ίσα – ίσα που τα περιλαμβάνει όλα και τα περιγράφει μάλιστα αναλυτικά: «Συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας, ιδίως λόγοι σχετική με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, την δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος». Θέλουμε ακόμα περισσότερη εξειδίκευση; Αυτό που δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν στο προεδρείο είναι ότι το αίτημα που τίθεται επιτακτικά αυτή τη στιγμή από όλους τους φορείς δεν είναι η εξειδίκευση αλλά ο περιορισμός της εξειδίκευσης! Στη συνέχεια προτείνουν το καινοφανές: Στην άρση απορρήτου για τα πολιτικά πρόσωπα την αίτηση της άρσης να μην έχει δικαίωμα να την κάνει μόνο η ΕΥΠ αλλά και οι δικαστικές αρχές!
Ζηλέψαμε φαίνεται την δόξα της ΕΥΠ και διεκδικούμε κι’ εμείς μερίδιο σ’ αυτήν. Με άλλα λόγια οι δικαστικοί λειτουργοί και θα υποβάλουν αίτηση άρσης απορρήτου και θα κρίνουν στην συνέχεια την αίτηση. Με ποιόν τρόπο βεβαίως οι δικαστικές αρχές θα γνωρίζουν ότι κάποιος πολίτης είναι επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια και θα αιτούνται την άρση του απορρήτου συνιστά μεγάλο ερώτημα που μόνο το προεδρείο θα μας λύσει. Στο άρθρο 6 του νομοσχεδίου διαπιστώνουν κατ’ αρχήν ορθά ότι, έχει διευρυνθεί υπερβολικά ο κατάλογος των πλημμελημάτων που θεωρούνται ως ιδιαίτερα επικίνδυνα εγκλήματα. Κι ενώ θα περίμενε κανείς να καταλήξουν στο λογικό συμπέρασμα της πρότασης περιορισμού του αριθμού των πλημμελημάτων, αντίθετα καταλήγουν σε πρόταση για την διεύρυνσή τους!
Ως ομάδα του ΔΣ καταθέσαμε πολλές φορές στον δημόσιο διάλογο τις θέσεις μας. Επιχειρηματολογήσαμε σε άρθρα, σε συνεντεύξεις, στη δημόσια διαβούλευση. Ζητήσαμε στο ΔΣ την επίσημη τοποθέτηση της Ένωσης. Εκφράσαμε την ανησυχία μας για την κατάσταση όπως διαμορφώνεται και ζητήσαμε μεταξύ άλλων την αναμόρφωση του νομοσχεδίου ώστε οι περισσότερες βαθμίδες ελέγχου για την άρση του απορρήτου να μην αφορούν αποκλειστικά πολιτικά πρόσωπα αλλά να επεκταθούν και στους δικαστικούς λειτουργούς που είναι πολλαπλώς εκτεθειμένοι στον κίνδυνο αναιτιολόγητων παρακολουθήσεων και σε όλους τους πολίτες. Υποδείξαμε την ανάγκη να περιλαμβάνεται και στις διατάξεις για άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας το όνομα του καθ΄ ου η άρση καθώς και η αιτιολογία της. Το αίτημα αυτό πλέον θα πρέπει να λάβει καθολική υποστήριξη. Η ΕΣΗΕΑ έχει ήδη ζητήσει την συνδρομή διεπιστημονικού εργαστηρίου προκειμένου να εξεταστεί εάν τα κινητά τηλέφωνα των μελών της έχουν υποστεί επιμολύνσεις με το λογισμικό της Predator ή με άλλα κακόβουλα λογισμικά παρακολούθησης. Αντίστοιχη πρωτοβουλία οφείλει να λάβει και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.
Η ερμηνεία του Συντάγματος δεν ανήκει σ’ εκείνους που το έφτιαξαν αλλά σε εκείνους που το έχουν δεχτεί. Το γράμμα του Συντάγματος πρέπει να ερμηνευτεί με το βιώσιμο νόημά του και αυτό δεν περικλείεται στα άρθρα του υπό ψήφιση νομοσχεδίου. Η κοινωνία περιμένει από τις Δικαστικές Ενώσεις συγκροτημένο λόγο δομημένο σε στέρεα νομικά επιχειρήματα. Οι δικαστικοί λειτουργοί αναμένουν από την Ένωσή τους την αυτονόητη προστασία από την προσβολή των ατομικών τους δικαιωμάτων».
Με τίτλο «Και τώρα ποιος θα προστατεύσει τους δικαστές;», στο άρθρο του, ο κ. Σεβαστίδης επισημαίνει «την αγωνία όλων των μελών του Δικαστικού Σώματος για το εάν, πότε και με ποια αφορμή έχουν γίνει αντικείμενο παρακολούθησης», ενώ τονίζει: «Δικαστες και εισαγγελείς που χειριστηκαν σοβαρές ποινικές υποθέσεις, αστικές υποθέσεις με μεγάλο αντικείμενο ή με διαδικους επιχειρηματίες και πολιτικούς…. Έχουν εύλογο ενδιαφέρον να πληροφορηθουν και δίκαιη απαίτηση να προστατεύουν».
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του κ. Σεβαστίδη
«Και τώρα ποιος θα προστατεύσει τους δικαστές;
Για κάποιον που παρακολούθησε από την αρχή την εξελικτική πορεία του σκανδάλου των τηλεφωνικών υποκλοπών δεν θα ήταν δύσκολο να προβλέψει την θέση στην οποία το Δικαστικό Σώμα βρίσκεται σήμερα. Η δημόσια ομολογία της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για τον αρχηγό ενός κοινοβουλευτικού κόμματος και δύο τουλάχιστον δημοσιογράφων, η σύσταση εξεταστικής επιτροπής στην Βουλή, η συνειδητοποίηση του τεράστιου αριθμού των νόμιμων επισυνδέσεων, που φτάνουν τις 15.000 ετησίως, η κατάθεση σχεδίου νόμου που θα τροποποιήσει τον ισχύοντα εκτελεστικό νόμο του άρθρου 19 του Συντάγματος, μας είχαν προδιαθέσει για την πιθανότητα αποκάλυψης ονομάτων δικαστικών λειτουργών που με τρόπο νόμιμο ή παράνομο είχε αρθεί το τηλεφωνικό τους απόρρητο. Το δημοσίευμα σημερινής κυριακάτικης εφημερίδας ήταν συνεπώς σχεδόν αναμενόμενη εξέλιξη. Πυροδότησε ωστόσο δικαιολογημένα την αγωνία όλων των μελών του Δικαστικού Σώματος για το εάν, πότε και με ποια αφορμή έχουν γίνει αντικείμενο παρακολούθησης.
Δικαστές και Εισαγγελείς που χειρίστηκαν σοβαρές ποινικές υποθέσεις, αστικές υποθέσεις με μεγάλο αντικείμενο ή με διαδίκους επιχειρηματίες και πολιτικούς, όσοι διετέλεσαν αιρετά μέλη διοικήσεων δικαστηρίων ή δικαστικών ενώσεων, όσοι συμμετείχαν σε επιτροπές έχουν εύλογο ενδιαφέρον να πληροφορηθούν και δίκαιη απαίτηση να προστατευτούν.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια Δικαστική Ένωση αφοσιωμένη στον καταστατικό της σκοπό, στην προάσπιση των δικαιωμάτων των μελών της, αδέσμευτη από κάθε είδους εξαρτήσεις, έτοιμη να συγκρουστεί και να διεκδικήσει, ταγμένη στην υπεράσπιση των συνταγματικών δικαιωμάτων, με λόγο επιστημονικό και σταθερότητα στις θέσεις της.
Η σημερινή πλειοψηφία του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων τήρησε από την αρχή μια στάση αλλοπρόσαλλη και ύποπτη. Την εποχή των πρώτων αποκαλύψεων υπερθεμάτιζε για την ανάγκη να παραμείνει ουδέτερη και μακριά από κάθε είδους τοποθέτηση, καθώς «πρόκειται για ανοιχτή δικαστική υπόθεση». Εντελώς ξαφνικά η πρόεδρος της Ένωσης χωρίς να δώσει ακόμα και σήμερα καμία απολύτως εξήγηση, μετέβαλε τη στάση της και σε χαιρετισμό της σε συνέδριο αναγνώρισε ότι πρόκειται για «συνταγματική εκτροπή». Ακολούθησε μία περίοδος αφωνίας και συνειδητής αποχής από τη δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου. Προχθές το προεδρείο κατέθεσε εκπρόθεσμα και μετά την λήξη της διαβούλευσης τις θέσεις του περισσότερο ως κείμενο δηλωτικό της ύπαρξής του και πυροτέχνημα που θα φωτίσει για λίγο τους συντάκτες του και θα χαθεί, παρά ως ουσιαστική παρέμβαση στις εξελίξεις. Η προχειρότητα και η βιασύνη των προτάσεών του εκθέτουν όχι μόνο τους ίδιους αλλά γκρεμίζουν το επιστημονικό κύρος της Ένωσης που με κόπο χτίστηκε.
Διαβάσαμε λοιπόν ότι ο όρος του νομοσχεδίου «εθνική ασφάλεια είναι αόριστος και απαιτείται η συγκεκριμενοποίησή του». Μα περισσότερο συγκεκριμένος δεν γίνεται! Ίσα – ίσα που τα περιλαμβάνει όλα και τα περιγράφει μάλιστα αναλυτικά: «Συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας, ιδίως λόγοι σχετική με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, την δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος». Θέλουμε ακόμα περισσότερη εξειδίκευση; Αυτό που δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν στο προεδρείο είναι ότι το αίτημα που τίθεται επιτακτικά αυτή τη στιγμή από όλους τους φορείς δεν είναι η εξειδίκευση αλλά ο περιορισμός της εξειδίκευσης! Στη συνέχεια προτείνουν το καινοφανές: Στην άρση απορρήτου για τα πολιτικά πρόσωπα την αίτηση της άρσης να μην έχει δικαίωμα να την κάνει μόνο η ΕΥΠ αλλά και οι δικαστικές αρχές!
Ζηλέψαμε φαίνεται την δόξα της ΕΥΠ και διεκδικούμε κι’ εμείς μερίδιο σ’ αυτήν. Με άλλα λόγια οι δικαστικοί λειτουργοί και θα υποβάλουν αίτηση άρσης απορρήτου και θα κρίνουν στην συνέχεια την αίτηση. Με ποιόν τρόπο βεβαίως οι δικαστικές αρχές θα γνωρίζουν ότι κάποιος πολίτης είναι επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια και θα αιτούνται την άρση του απορρήτου συνιστά μεγάλο ερώτημα που μόνο το προεδρείο θα μας λύσει. Στο άρθρο 6 του νομοσχεδίου διαπιστώνουν κατ’ αρχήν ορθά ότι, έχει διευρυνθεί υπερβολικά ο κατάλογος των πλημμελημάτων που θεωρούνται ως ιδιαίτερα επικίνδυνα εγκλήματα. Κι ενώ θα περίμενε κανείς να καταλήξουν στο λογικό συμπέρασμα της πρότασης περιορισμού του αριθμού των πλημμελημάτων, αντίθετα καταλήγουν σε πρόταση για την διεύρυνσή τους!
Ως ομάδα του ΔΣ καταθέσαμε πολλές φορές στον δημόσιο διάλογο τις θέσεις μας. Επιχειρηματολογήσαμε σε άρθρα, σε συνεντεύξεις, στη δημόσια διαβούλευση. Ζητήσαμε στο ΔΣ την επίσημη τοποθέτηση της Ένωσης. Εκφράσαμε την ανησυχία μας για την κατάσταση όπως διαμορφώνεται και ζητήσαμε μεταξύ άλλων την αναμόρφωση του νομοσχεδίου ώστε οι περισσότερες βαθμίδες ελέγχου για την άρση του απορρήτου να μην αφορούν αποκλειστικά πολιτικά πρόσωπα αλλά να επεκταθούν και στους δικαστικούς λειτουργούς που είναι πολλαπλώς εκτεθειμένοι στον κίνδυνο αναιτιολόγητων παρακολουθήσεων και σε όλους τους πολίτες. Υποδείξαμε την ανάγκη να περιλαμβάνεται και στις διατάξεις για άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας το όνομα του καθ΄ ου η άρση καθώς και η αιτιολογία της. Το αίτημα αυτό πλέον θα πρέπει να λάβει καθολική υποστήριξη. Η ΕΣΗΕΑ έχει ήδη ζητήσει την συνδρομή διεπιστημονικού εργαστηρίου προκειμένου να εξεταστεί εάν τα κινητά τηλέφωνα των μελών της έχουν υποστεί επιμολύνσεις με το λογισμικό της Predator ή με άλλα κακόβουλα λογισμικά παρακολούθησης. Αντίστοιχη πρωτοβουλία οφείλει να λάβει και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.
Η ερμηνεία του Συντάγματος δεν ανήκει σ’ εκείνους που το έφτιαξαν αλλά σε εκείνους που το έχουν δεχτεί. Το γράμμα του Συντάγματος πρέπει να ερμηνευτεί με το βιώσιμο νόημά του και αυτό δεν περικλείεται στα άρθρα του υπό ψήφιση νομοσχεδίου. Η κοινωνία περιμένει από τις Δικαστικές Ενώσεις συγκροτημένο λόγο δομημένο σε στέρεα νομικά επιχειρήματα. Οι δικαστικοί λειτουργοί αναμένουν από την Ένωσή τους την αυτονόητη προστασία από την προσβολή των ατομικών τους δικαιωμάτων».
ieidiseis.gr
Μαιρη Μπενεα
Μαιρη Μπενεα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου