Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία από την τουρκική κρίση





Σοβαρές επιπτώσεις μπορεί να έχει η οικονομική κρίση που ταλανίζει την Τουρκία και η αναμενόμενη κάθετη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας.



Ειδική έρευνα της
Τράπεζας της Ελλάδος επισημαίνει ότι η σημασία της Τουρκίας ως εμπορικού εταίρου της χώρας μας συνδέεται κυρίως με τις εξαγωγές αγαθών προς τη γειτονική χώρα, το μερίδιο των οποίων στο
σύνολο των ελληνικών εξαγωγών διαμορφώθηκε σε 6,2% κατά μέσο όρο την τριετία 2015-2017.

Μολονότι, όμως, η Τουρκία ανήκει στους κορυφαίους προορισμούς των ελληνικών εξαγόμενων αγαθών δεν είναι εξίσου σημαντική ως προμηθευτής, δεδομένου ότι οι εισαγωγές αγαθών από την Τουρκία δεν ξεπερνούν το 3% του συνόλου των ελληνικών εισαγωγών. Ταυτόχρονα, το εμπόριο υπηρεσιών μεταξύ των δύο χωρών είναι περιορισμένο, αφού τα μερίδια της Τουρκίας τόσο στο σύνολο των εισπράξεων όσο και των πληρωμών από υπηρεσίες κυμαίνονται γύρω στο 2% των αντίστοιχων συνολικών μεγεθών. Ειδικότερα, τα 3/4 των εισπράξεων από την Τουρκία αντιπροσωπεύουν ταξιδιωτικές υπηρεσίες, ενώ στις αντίστοιχες πληρωμές οι ταξιδιωτικές και οι μεταφορικές υπηρεσίες έχουν σχεδόν την ίδια βαρύτητα.

Προχωρώντας σε μια οικονομετρική ανάλυση με βάση τις προβλέψεις για κάμψη του ρυθμού ανάκαμψης στην γειτονική χώρα η ΤτΕ διαπιστώνει ότι η επιδείνωση της τουρκικής οικονομίας αναμένεται να έχει αρνητική επίδραση στις ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία, μειώνοντας τις συναφείς εισπράξεις κατά 19,8% το β’ εξάμηνο του 2018, ενώ για το σύνολο του έτους η μείωση εκτιμάται στο 9,3% σε σχέση με το σενάριο βάσης (από 2,4 δισ. ευρώ σε 2,1 δισ. ευρώ, σε σταθερές τιμές έτους 2010). Η επίπτωση αυτή αναμένεται να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδος κατά 0,1% για το σύνολο του 2018.

Για τα έτη 2019 και 2020 η αρνητική επίδραση στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών αναμένεται να είναι 20,6% (από 2,5 δισ. ευρώ σε 1,9 δισ. ευρώ) και 19,1% (από 3 δισ. ευρώ σε 2,4 δισ. ευρώ) αντίστοιχα, ενώ η αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ αναμένεται να είναι 0,2% για κάθε έτος.

Από τους ερευνητές πάντως επισημαίνεται ότι αυτοί οι υπολογισμοί μπορούν να θεωρηθούν ως το δυσμενέστερο σενάριο για τη μείωση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδος, δεδομένου ότι οι Έλληνες εξαγωγείς πιθανόν να αναζητήσουν νέες αγορές ή, πολύ πιθανότερα, να αυξήσουν τις εξαγωγές τους προς άλλες χώρες, αξιοποιώντας τους διαύλους με τους ήδη υφιστάμενους εμπορικούς τους εταίρους.

Από την άλλη πλευρά, όμως, επισημαίνεται ότι οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία μπορεί έως ένα βαθμό να υποεκτιμώνται, δεδομένου ότι η προηγηθείσα ανάλυση δεν λαμβάνει υπόψη την πιθανή δυσμενή επίδραση της παρατεταμένης υποτίμησης της τουρκικής λίρας στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών αγαθών προς τρίτες χώρες έναντι των αντίστοιχων τουρκικών. Επίσης, όσον αφορά τον τουρισμό, εάν ληφθεί υπόψη ότι και οι δύο χώρες προσελκύουν σημαντικό αριθμό ταξιδιωτών από τις ίδιες αγορές (π.χ. Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσία), η έντονη υποτίμηση της τουρκικής λίρας ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στις εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες λόγω του ανταγωνισμού τιμών στις συγκεκριμένες αγορές.

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τυχόν παρατεταμένη επιβράδυνση της τουρκικής οικονομίας θα επιτείνει περαιτέρω τις δυσμενείς επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, ενώ ενδέχεται να προκαλέσει κλίμα αβεβαιότητας στην ευρύτερη περιοχή.
Οι οικονομικές σχέσεις

Στο μέτωπο των ελληνικών εξαγωγών είναι προφανής η επικράτηση των καυσίμων (κυρίως πετρελαιοειδών). Οι εν λόγω εξαγωγές αυξήθηκαν ως ποσοστό του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών κατά την περίοδο 2011-2014, όχι μόνο λόγω ανόδου της τιμής του πετρελαίου στη διεθνή αγορά, αλλά και λόγω της αύξησης του όγκου των εξαγωγών. Η εξέλιξη αυτή σηματοδότησε μια αξιοπρόσεκτη αναδιάρθρωση του εμπορίου αγαθών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος, καθώς η Ελλάδα έγινε ένας από τους κυριότερους προμηθευτές καυσίμων της Τουρκίας.

Εκτός από τα καύσιμα, μεγάλο μέρος των ελληνικών εξαγωγών καταλαμβάνουν το βαμβάκι ως πρώτη ύλη και διάφορα προϊόντα μεταποίησης. Όσον αφορά τη σύνθεση των εισαγωγών αγαθών της Ελλάδος από την Τουρκία, τα 2/3 περίπου αντιπροσωπεύουν προϊόντα μεταποίησης εκτός καυσίμων, φυσικό αέριο και, από τον κλάδο των τροφίμων, προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας.

Αναφορικά με τo εμπόριο υπηρεσιών, την περίοδο 2015-2017 οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες ανήλθαν, όπως προαναφέρθηκε, σε περίπου 75% των συνολικών εισπράξεων από την παροχή υπηρεσιών προς την Τουρκία, ενώ οι εισπράξεις από υπηρεσίες μεταφορών σε 17%. Αν και το μερίδιο των ταξιδιωτικών εισπράξεων από την Τουρκία ανέρχεται μόλις σε 2,6% των συνολικών ταξιδιωτικών εισπράξεων, σε δύο περιφέρειες της χώρας (Ανατολική Μακεδονία-Θράκη και Βόρειο Αιγαίο) οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από την Τουρκία ανήλθαν την περίοδο 2016-2017 σε 32% και 23% των αντίστοιχων συνολικών ταξιδιωτικών εισπράξεων.

Οι πληρωμές προς την Τουρκία αφορούν κυρίως ταξιδιωτικές και μεταφορικές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, η Τουρκία κατέχει την έκτη θέση στην κατάταξη των χωρών προορισμού των ελληνικών πληρωμών ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Συνολικά, από το 2010 το ισοζύγιο του διμερούς εμπορίου υπηρεσιών Ελλάδος-Τουρκίας είναι πλεονασματικό και ανέρχεται -κατά μέσο όρο- σε άνω των 200 εκατ. ευρώ ετησίως, το οποίο όμως αντιπροσωπεύει μόλις το 1,4% του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών της Ελλάδος.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου