Ρωσάνα Παναγιώτου
Εκ της εργατικής νομοθεσίας επισημαίνονται τα χρονικά εκείνα διαστήματα που χαρακτηρίζουν μία ασθένεια ως βραχείας διάρκειας και έτσι ως τέτοια θεωρείται αυτή που διαρκεί:
α) Ένα μήνα για υπαλλήλους που υπηρετούν μέχρι τέσσερα έτη.
β) Τρεις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν περισσότερο από τέσσερα έτη και μέχρι δέκα έτη.
γ) Τέσσερις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν περισσότερο από δέκα έτη.
δ) Έξι μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν επί χρόνο περισσότερο από δεκαπέντε έτη.
Οι ως άνω χρονικές περίοδοι υπολογίζονται από την ημέρα που ο εργαζόμενος απουσίασε από την εργασία του έως και την αντίστοιχη καταληκτική ημέρα και σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι αργίες, οι Κυριακές και οι εορτές.
Ως ασθένεια νοείται εκείνη εξαιτίας της οποίας ο μισθωτός απουσίασε από την εργασία του και ανεξάρτητα από την αιτία που την προκάλεσε, ενώ επιπλέον δεν ενδιαφέρει το εάν η ασθένεια είναι σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής φύσεως. Όταν συντρέχει λοιπόν περίπτωση ασθενείας ο εργαζόμενος υποχρεούται εκ του νόμου να ειδοποιήσει με κάθε μέσο τον εργοδότη του αρμοδίως και καταλλήλως και εν συνεχεία να δικαιολογήσει και να αποδείξει με προσήκοντα τρόπο την ασθένειά του. Τούτο θα γίνει με την προσκόμιση, λόγου χάρη, πιστοποιητικού από κέντρο υγείας, νοσοκομείο ή ιατρική γνωμάτευση ιδιώτη ιατρού, βεβαίωση Ασφαλιστικού Ταμείου κ.λπ.
Η υποχρέωση ειδοποίησης και δικαιολόγησης της ασθένειας εκ μέρους του μισθωτού επιβάλλεται τόσο από λόγους εργασιακής ευθύνης, όσο και για το ίδιο το συμφέρον του, καθώς δύναται υπό προϋποθέσεις να εκληφθεί η αποχή του ως αδικαιολόγητη απουσία του από την εργασία με απόρροια να ελλοχεύει κίνδυνος απόλυσής του ή να εκληφθεί ως οικειοθελής αποχώρηση εκ μέρους του. Καταλήγοντας μάλιστα επισημαίνουμε ότι ο εργοδότης δεν κωλύεται εκ του νόμου να προβεί σε καταγγελία συμβάσεως εργασίας κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας, όπως εν αντιθέσει συμβαίνει κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής.
*Η κα Ρωσάνα Παναγιώτου είναι Δικηγόρος, LLM Εργατικού Δικαίου.
β) Τρεις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν περισσότερο από τέσσερα έτη και μέχρι δέκα έτη.
γ) Τέσσερις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν περισσότερο από δέκα έτη.
δ) Έξι μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν επί χρόνο περισσότερο από δεκαπέντε έτη.
Οι ως άνω χρονικές περίοδοι υπολογίζονται από την ημέρα που ο εργαζόμενος απουσίασε από την εργασία του έως και την αντίστοιχη καταληκτική ημέρα και σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι αργίες, οι Κυριακές και οι εορτές.
Ως ασθένεια νοείται εκείνη εξαιτίας της οποίας ο μισθωτός απουσίασε από την εργασία του και ανεξάρτητα από την αιτία που την προκάλεσε, ενώ επιπλέον δεν ενδιαφέρει το εάν η ασθένεια είναι σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής φύσεως. Όταν συντρέχει λοιπόν περίπτωση ασθενείας ο εργαζόμενος υποχρεούται εκ του νόμου να ειδοποιήσει με κάθε μέσο τον εργοδότη του αρμοδίως και καταλλήλως και εν συνεχεία να δικαιολογήσει και να αποδείξει με προσήκοντα τρόπο την ασθένειά του. Τούτο θα γίνει με την προσκόμιση, λόγου χάρη, πιστοποιητικού από κέντρο υγείας, νοσοκομείο ή ιατρική γνωμάτευση ιδιώτη ιατρού, βεβαίωση Ασφαλιστικού Ταμείου κ.λπ.
Η υποχρέωση ειδοποίησης και δικαιολόγησης της ασθένειας εκ μέρους του μισθωτού επιβάλλεται τόσο από λόγους εργασιακής ευθύνης, όσο και για το ίδιο το συμφέρον του, καθώς δύναται υπό προϋποθέσεις να εκληφθεί η αποχή του ως αδικαιολόγητη απουσία του από την εργασία με απόρροια να ελλοχεύει κίνδυνος απόλυσής του ή να εκληφθεί ως οικειοθελής αποχώρηση εκ μέρους του. Καταλήγοντας μάλιστα επισημαίνουμε ότι ο εργοδότης δεν κωλύεται εκ του νόμου να προβεί σε καταγγελία συμβάσεως εργασίας κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας, όπως εν αντιθέσει συμβαίνει κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής.
*Η κα Ρωσάνα Παναγιώτου είναι Δικηγόρος, LLM Εργατικού Δικαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου