Το βασικό κριτήριο τόσο για τη δημιουργία των Αιολικών Πάρκων (Α/Π) όσο και
όλων των υπολοίπων μέσων παραγωγής μεταφοράς και διανομής της ενέργειας (όπως πχ
μικρά υδροηλεκτρικά, φωτοβολταϊκά ή/και οι γεωτρήσεις για υδρογονάνθρακες) είναι το
ποιος είναι ο ιδιοκτήτης. Αυτό καθορίζει και την τεχνολογία που θα χρησιμοποιηθεί, και το μέγεθος του έργου και την χωροθέτηση όπως φυσικά και την επιλογή της χρήσης μιας μορφής ενέργειας έναντι της άλλης.
Όταν αυτά τα έργα θα αποτελούν ιδιοκτησία του λαού, τότε θα έχουν στόχο την
ικανοποίηση των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών. Όταν είναι ιδιοκτησία των
επιχειρηματικών ομίλων τότε έχουν στόχο το καπιταλιστικό κέρδος.
Η θέση μας αυτή δεν προκύπτει από μια άκριτη αποδοχή του δημοσίου τομέα που
προϋπήρχε. Αντίθετα, εμείς ασκούσαμε τη μόνη ουσιαστική κριτική για το ρόλο του και τη
λειτουργία του αποδεικνύοντας πως και αυτός εξυπηρετούσε το ιδιωτικό κεφάλαιο με
πολλούς τρόπους (πολιτική προμηθειών, πολιτική τιμών βιομηχανικού ρεύματος/Πεσινέ,
αναθέσεις έργων/ΑΗΣ Φλώρινας κλπ.), όλα αυτά τα χρόνια. Η ΔΕΗ αξιοποιήθηκε σαν
μοχλός του κεντρικού ενεργειακού σχεδιασμού του ελληνικού καπιταλισμού για τη γρήγορη
επέκταση του δικτύου μεταφοράς και τη διασφάλιση της κάλυψης των αναγκών της
παραγωγής με σχετική επάρκεια, σε μια ιστορική περίοδο που το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν είχε
τις αντίστοιχες δυνατότητες άμεσης παρέμβασης στον τομέα αυτό. Ο ίδιος κρατικός τομέας
προώθησε στη συνέχεια και στηρίζει σήμερα την υλοποίηση της αναδιάρθρωσης-
ιδιωτικοποίησης του ενεργειακού τομέα.
Ωστόσο τονίζουμε πως σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς, η ιδιωτικοποιημένη
πλέον παραγωγή ενέργειας υπονομεύει ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα του εργατικού
κινήματος να επιδρά στην πολιτική τιμών, στον ενεργειακό σχεδιασμό, στην προστασία του
περιβάλλοντος και της ασφάλειας των κατοίκων.
Η προσπάθεια της Περιφέρειας Ηπείρου να βάλει δήθεν ένα όριο στην άναρχη
κατασκευή Α/Π στην Ήπειρο είναι επιεικώς αποπροσανατολιστική γιατί αν υπήρχε
τέτοια πρόθεση, η Περιφερειακή Αρχή θα έπρεπε να είχε εκφράσει και την αντίθεσή
της στον περιβαλλοντοκτόνο νόμο που πρόσφατα ψηφίστηκε και ο οποίος διέλυσε
κάθε μορφής προστασίας του περιβάλλοντος από οποιοδήποτε έργο, είτε πρόκειται
για ΑΠΕ είτε όχι. Επειδή όμως δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση, η συνεδρίαση
περιορίστηκε στη «φιλοδοξία» : να σώσουμε την Ήπειρο κι ας καούν όλοι οι άλλοι.
Ακόμα περισσότερο σε εποχές οικονομικής κρίσης, όπου η ανάγκη να επενδυθούν
λιμνάζοντα κεφάλαια γιγαντώνεται, μοιάζει «ανέκδοτο» οι ίδιες δυνάμεις που
«πανηγυρίζουν την άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων για τις επενδύσεις» με το
περιβαλλοντικό νόμο που ψηφίστηκε, να ζητούν να μπει όριο σε μία μορφή
«πράσινων επενδύσεων» όπως τα Α/Π.
Το αίτημα για αδειοδότηση των Α/Π μετά την ψήφιση του νέου εθνικού
στρατηγικού σχεδίου χωροταξίας είναι μετατόπιση του προβλήματος, καθώς τόσο ο
παλιός όσο και ο νέος δεν στοχεύουν στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, στη
διασφάλιση φτηνής και επαρκούς λαϊκής κατανάλωσης, στην ισόρροπη ανάπτυξη περιοχών
και κλάδων της οικονομίας, στην προστασία της δημόσιας υγείας, στην ισόρροπη
παρέμβαση του ανθρώπου στο περιβάλλον.
Στόχος της κυβέρνησης, του κεφαλαίου και της ΕΕ, τον οποίο ακολουθεί και η
Περιφέρεια είναι να διασφαλίσει τα κέρδη των μονοπωλίων και να διαχειριστεί τον
ανταγωνισμό τους, την άναρχη διαπάλη τους για την κατάκτηση μεριδίων της αγοράς.
Ακριβώς επειδή θέλει μερίδιο στη διαχείριση, ζητά και με τόσο επίμονο τρόπο και η
Περιφέρεια Ηπείρου να γνωρίζει ποιος είναι ο επενδυτής κάθε έργου και τι
σχεδιασμούς έχει.
Ομοίως υποκριτικό κρίνεται το ενδιαφέρον της Περιφέρειας Ηπείρου για την άποψη
των τοπικών κοινοτήτων. Με το νέο περιβαλλοντικό νόμο, όπως και με τον προηγούμενο,
για τον οποίο δεν παραπονέθηκε ποτέ η περιφερειακή αρχή, οι τοπικές κοινότητες δεν
έχουν αποφασιστικό ρόλο ούτε για επενδύσεις ΑΠΕ ούτε για επιβαρυντικές περιβαλλοντικά
επενδύσεις.
Στο πλαίσιο του αιτήματος διαχείρισης των ανταγωνισμών σε τοπικό επίπεδο,
από την περιφέρεια ανάγεται ως κυρίαρχο ζήτημα, ο διαχωρισμός σε μικρά και
μεγάλα Α/Π. Προφανώς το πολύ μεγάλο αρχικό μέγεθος μιας επένδυσης αυξάνει την
ανισόμετρη ανάπτυξη κλάδων της τοπικής οικονομίας, επιδρά αρνητικά στον τουριστικό
τομέα και στην κτηνοτροφία. Οι εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων γενικότερα, κοντά σε
αρχαιολογικούς χώρους και αξιόλογες ακτές και παραλίες, δικαίως προκαλούν τη
διαμαρτυρία των τοπικών κοινωνιών, στις οποίες είμαστε και θα συνεχίσουμε να
βρισκόμαστε στο πλευρό τους.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι και τα μικρά Α/Π μπορεί εύκολα να αυξηθούν στην
πορεία, όπως έδειξε το παράδειγμα της Νότιας Εύβοιας με άδειες επέκτασης των
επενδύσεων. Αποδεικνύεται δηλαδή και από αυτή την πλευρά ότι η νομοθεσία-την οποία
δεν αμφισβητούν- είναι φτιαγμένη με τρόπο που να μην υπάρχει όριο στις πράσινες
business
Τέλος σε σχέση με τα αντισταθμιστικά οφέλη: οι πόροι που θα επιστραφούν στις
τοπικές κοινωνίες αποτελούν ψίχουλα, σε σχέση με τα θεαματικά κέρδη που διασφαλίζουν
οι επιχειρηματικοί όμιλοι, από την αφαίμαξη της λαϊκής κατανάλωσης και την αύξηση του
βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Η απαίτηση για σοβαρά αντισταθμιστικά μέτρα, όσο φιλολαϊκή κι αν ακούγεται στην
πράξη νομιμοποιεί ότι με ευρωπαϊκές οδηγίες και κυβερνητικές αποφάσεις, η λαϊκή
οικογένεια έχει υποστεί απανωτές αυξήσεις στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, πληρώνει
τα πράσινα τέλη ΑΠΕ, την αβάσταχτη φορολογία πάνω από τα τέλη και την τιμή
κατανάλωσης. Προσπαθούν με αυτό τον τρόπο να εμπεδώσει ο λαός ότι αφού είναι νόμιμο
να πληρώνουν τα λαϊκά στρώματα για τα κέρδη των πράσινων ομίλων, άρα πρέπει να
επιστρέφουν κι αυτοί με τη σειρά τους ένα ψίχουλο.
Και από τη συζήτηση για τα Α/Π προκύπτει ότι η αναγκαία και χρήσιμη για τους
εργαζομένους αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας, μπορεί να γίνει μέσα από έναν
αποκλειστικά κρατικό, ενιαίο, εθνικό φορέα ενέργειας, στο πλαίσιο μιας λαϊκής οικονομίας
με κοινωνικοποιημένα τα βασικά μέσα παραγωγής.
Αυτή η λύση προϋποθέτει να πάρει ο λαός την τύχη του στα χέρια του, να
εγκαθιδρύσει τη δική του εξουσία και να απαγορεύσει κάθε ιδιωτική δραστηριότητα στον
ενεργειακό τομέα.
Ο φορέας που προτείνουμε, θα μπορέσει να εντάξει την αξιοποίηση της αιολικής
ενέργειας στο πλαίσιο ενός κεντρικού ενεργειακού σχεδιασμού που θα συνδυάζει αρμονικά
τη διασφάλιση φτηνής παροχής ενέργειας για τις λαϊκές ανάγκες, τη μείωση του κόστους
παραγωγής ενεργειακού προϊόντος,την ασφάλεια εργαζομένων και κατοίκων, την
προστασία του περιβάλλοντος, τη μείωση του βαθμού εξάρτησης της χώρας από
εισαγόμενα καύσιμα, την ανάπτυξη συγκεκριμένων περιοχών, εγχώριων βιομηχανικών
κλάδων, ερευνητικής δραστηριότητας, με μοχλό τα έργα και τη δραστηριότητα του
ενεργειακού τομέα.
Γιάννενα 26 Ιουνίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου