Του Σταύρου Λυγερού
Η επιθυμία της κυβέρνησης να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης από τα επώδυνα μνημονιακά μέτρα που εφαρμόζει είναι δεδομένη. Τόσο η καθιέρωση της απλής αναλογικής όσο και η πρωτοβουλία της για τη συνταγματική αναθεώρηση, ωστόσο, δεν είναι μόνο πολιτικός αντιπερισπασμός. Αντανακλούναφενός έναν πολιτικό σχεδιασμό, αφετέρου τη φιλοδοξία να διαμορφώσουν ένα νέο πολιτικό σύστημα.
Η Αριστερά, άλλωστε, έχει στο γονίδιό της την τάση να οραματίζεται, αν και συνήθως δεν φροντίζει να επεξεργάζεται με τη δέουσα σοβαρότητα, επιστημονική επάρκεια και κυρίως με αίσθηση των ισορροπιών τις εκάστοτε προτάσεις της. Οι προτάσεις του Τσίπρα για τη συνταγματική αναθεώρηση μπορεί να έχουν ως σύνθημα «νέο Σύνταγμα, νέα μεταπολίτευση, νέα Ελλάδα», αλλά μάλλον επιβεβαιώνουν παρά διαψεύδουν αυτή τη διαπίστωση. Δεν αρκεί να κλίνεις σε όλες τις πτώσεις το ελπιδοφόρο επίθετο “νέο” και να πυροβολείς το “παλιό”. Οι πολιτικοί το κάνουν κατά κόρον και ο πρωθυπουργός δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Η διαδικασία που εξήγγειλε ο Τσίπρας έχει τη φιλοδοξία να καινοτομήσει, εμπλέκοντας στο δημόσιο διάλογο την κοινωνία των πολιτών. Για την ακρίβεια θα συγκροτηθεί μία επιτροπή, η οποία θα διοργανώσει ανοικτές διαδικασίες δημοσίου διαλόγου ανά δήμο. Το υλικό θα συγκεντρωθεί και θα γίνει αντικείμενο περαιτέρω διαλόγου σε συνελεύσεις ανά περιφέρεια.
Την άνοιξη του 2017, τα συμπεράσματα αυτών των διαδικασιών, καθώς και των προτάσεων που θα έχουν κατατεθεί σε ειδική ιστοσελίδα θα συγκεντρωθούν και κωδικοποιηθούν από την οργανωτική επιτροπή σε έκθεση, η οποία θα παραδοθεί στα κόμματα για να ακολουθήσει η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία αναθεώρησης.
Η κριτική που έχει ασκηθεί στο άνοιγμα αυτού του διαλόγου είναι άδικη. Η εμπλοκή της κοινωνίας των πολιτών εμπλουτίζει τον διάλογο και αυτό μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Κατ’ ουδέναν τρόπο η ανωτέρω προκαταρκτική διαδικασία δεν υποκαθιστά τον ρόλο της Βουλής. Ο κατηγορίες ότι υπονομεύεται ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος αποπνέουν αποστροφή για την εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα.
Ο μόνος κίνδυνος που ελλοχεύει σε τέτοιες διαδικασίες είναι η μετατροπή τους σε καρικατούρα διαλόγου. Αξίζει, ωστόσο, τον κόπο να δοκιμάσουμε. Προφανώς, η κυβέρνηση ελπίζει μεταξύ των άλλων ότι με τον τρόπο αυτό θα αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης από τα επώδυνα μέτρα. Αυτό, όμως, δεν είναι λόγος να τορπιλισθεί ένας τέτοιος δημόσιος διάλογος.
Το πρόβλημα με τις προτάσεις του Τσίπρα είναι η ουσία τους και όχι η διαδικασία. Ας τις πάρουμε μία προ μία:
Όσο λάθος είναι κάθε κυβέρνηση να αλλάζει το εκλογικό σύστημα ανάλογα με τις ανάγκες της, άλλο τόσο λάθος είναι να καθιερωθεί συνταγματικά η απλή αναλογική (και οποιοδήποτε άλλο εκλογικό σύστημα) όταν ο ένας από τους δύο πυλώνες του πολιτικού συστήματος (εν προκειμένω η ΝΔ) είναι κατηγορηματικά αντίθετη. Το Σύνταγμα είναι ο καταστατικός χάρτης της Πολιτείας. Ως τέτοιος οφείλει να είναι ο κοινός παρονομαστής και όχι η επιβολή της όποιας περιστασιακής πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας.
Το επιχείρημα αυτό έχει ισχύ και για όσους θεωρούν την απλή αναλογική το ενδεδειγμένο εκλογικό σύστημα. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις. Στην Ελλάδα, η Χρυσή Αυγή, το ΚΚΕ και αν εισέλθουν στη Βουλή από μόνα τους ή ως συνασπισμός τα αριστερά αντιμνημονιακά κόμματα (ΛΑΕ, Πλεύση Ελευθερίας κ.α.) είναι από χέρι έξω από τις ζυμώσεις για σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας.
Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, αυτό σημαίνει ότι τα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου (ΠΑΣΟΚ, Ένωση Κεντρώων και Ποτάμι εάν επιβιώσει κοινοβουλευτικά) θα πρέπει να συμμαχούν με τη ΝΔ ή με το δίδυμο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για να σχηματισθεί κυβέρνηση. Και για να εξασφαλίζεται η αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα πρέπει να κινούνται προς τη μία ή την άλλη πλευρά όλα μαζί.
Ακόμα και εάν παρακάμψουμε το καθόλου απίθανο ενδεχόμενο να προκύψει πρόβλημα ακυβερνησίας, εγείρεται ένα άλλο πρόβλημα. Η εφαρμογή της απλής αναλογικής θα δώσει ένα δυσανάλογα αποφασιστικό πολιτικό ρόλο στα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου, δεδομένου ότι η εναλλακτική λύση της κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού στην Ελλάδα (ΣΥΡΙΖΑ με ΝΔ) είναι σχεδόν ανέφικτη.
Η σημερινή διάταξη που προβλέπει ότι εάν ψηφισθεί νέο εκλογικό σύστημα θα εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες εκλογές (εκτός εάν υπερψηφισθεί από 200 βουλευτές) είναι μία κάποια ασπίδα. Προφυλάσσει σε μεγάλο βαθμό από τον κίνδυνο κάθε κυβέρνηση να ψηφίζει εκλογικό σύστημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των συγκυριακών πολιτικοεκλογικών αναγκών της.
Η δεύτερη πρόταση του Τσίπρα είναι ο Πρόεδρος Δημοκρατίας να εκλέγεται από τον λαό εάν σε δύο ψηφοφορίες στη Βουλή δεν συγκεντρώνεται πλειοψηφία δύο τρίτων (200 βουλευτές). Όλοι σχεδόν συμφωνούν πως πρέπει να σταματήσει η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας να είναι αιτία προκήρυξης εκλογών. Εάν αυτός είναι ο στόχος μπορούν να βρεθούν τρόποι.
Εάν κρίνουμε, όμως, από την αρχική πρόθεση του πρωθυπουργού ο Πρόεδρος να εκλέγεται από τον λαό, η τωρινή πρότασή του δεν πηγάζει από την ανάγκη να μην διαλύεται η Βουλή. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι ζητάει πλειοψηφία 200 βουλευτών και στις δύο ψηφοφορίες και όχι 200 στην πρώτη και 180 στη δεύτερη. Πηγάζει αφενός από μία αντίληψη για τη μερική εξισορρόπηση της εξουσίας του πρωθυπουργού, αφετέρου από το ιδεολογικό φετίχ της Αριστεράς με τον λαϊκό παράγοντα.
Η κριτική που έχει ασκηθεί είναι ότι η εκλογή από τον λαό δημιουργεί οιωνεί συνθήκες δυαρχίας, λόγω της αυξημένης πολιτικής νομιμοποίησης του Προέδρου Δημοκρατίας. Η εν λόγω κριτική δεν είναι αβάσιμη. Πολύ περισσότερο, όταν ταυτοχρόνως προτείνεται η μερική ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του.
Από την άλλη πλευρά, ο 30χρονος απολογισμός του πρωθυπουργοκεντρικού πολιτικού συστήματος δεν είναι και ο καλύτερος. Εάν, πάντως, επιλεγεί να πάμε σε εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας από τον λαό είναι προτιμότερο να πάμε ευθέως και όχι ως αποτέλεσμα αδυναμίας συγκέντρωσης πλειοψηφίας 200 βουλευτών.
Απαράδεκτη είναι η πρόταση ότι στην κρίση του λαού θα τεθούν μόνο οι δύο υποψήφιοι (προφανώς των δύο μεγάλων κομμάτων) που πήραν τις περισσότερες ψήφους στη Βουλή. Η πρόβλεψη αυτή αναπαράγει την κομματοκρατία, ενώ η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας από τον λαό είναι μία ευκαιρία για παρέμβαση της κοινωνίας των πολιτών, την οποία υποτίθεται πως επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η πρόταση που ζητάει ο Πρόεδρος να μπορεί να συγκαλεί το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών και να απευθύνεται για σοβαρό λόγο στη Βουλή είναι λογικές και δεν πρόκειται να προσκρούσει σε αντιρρήσεις. Αντιθέτως, υπάρχουν σοβαρές ενστάσεις για τη δυνατότητα του Προέδρου να παραπέμπει ψηφισμένο νόμο σε ειδικό γνωμοδοτικό όργανο (αποτελούμενο από δικαστές) με σκοπό να αποφανθεί για τη συνταγματικότητα.
Ο Τσίπρας δεν επιλέγει ούτε την καθαρή λύση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ούτε την ισχύουσα σήμερα διάχυτη κρίση των δικαστηρίων για τη συνταγματικότητα των νόμων. Επιχειρεί να βρει μία χρυσή τομή, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο πως αυτό που προτείνει είναι τέτοια. Εάν το δικαστικό όργανο κρίνει ένα νόμο αντισυνταγματικό αυτός θα καταργείται ή θα αναπέμπεται στη Βουλή για διόρθωση; Και στη συνέχεια θα μπορεί να αμφισβητηθεί η συνταγματικότητά του από δικαστήρια, στα οποία θα προσφύγουν ενδιαφερόμενοι πολίτες; Ο πρωθυπουργός δεν έδωσε απαντήσεις στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα.
Απαράδεκτη είναι και η πρόταση του Τσίπρα να μην μπορεί να αναλάβει πρωθυπουργός πρόσωπο που δεν είναι εν ενεργεία βουλευτής. Προφανώς, θέλει να αποτρέψει κυβερνητικές λύσεις τύπου Παπαδήμου και πιο συγκεκριμένα τη φημολογούμενη πρόθεση πρωθυπουργοποίησης του Στουρνάρα. Τέτοιου τύπου πολιτικά προβλήματα, όμως, δεν λύνονται με συνταγματικές διατάξεις. Πρωθυπουργός μπορεί να αναλάβει οποιοσδήποτε έχει την εμπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Δεν έχει προβληθεί κανένα επιχείρημα για να αλλάξει αυτή η αρχή.
Ο Τσίπρας επιχειρεί με συνταγματική διάταξη να καταστήσει πολύ πιο δύσκολη την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης. Πώς; Απαιτώντας από όσους καταθέτουν τέτοια πρόταση στη Βουλή να καταθέτουν ταυτοχρόνως και πρόταση για το ποιο πρόσωπο θα αναλάβει την πρωθυπουργία εάν η πρόταση δυσπιστίας περάσει.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προτείνει για τους βουλευτές κατ’ ανώτατο όριο δύο πλήρεις διαδοχικές θητείες (οκτώ χρόνια). Η πρόθεσή του να σπάσει την αναπαραγωγή των πελατειακών μηχανισμών επανεκλογής είναι θεμιτή, επειδή ο βουλευτής δεν πρέπει να γίνεται επάγγελμα. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν είναι αβάσιμο το επιχείρημα πως όταν εκλέγει ο λαός δεν πρέπει να τίθεται συνταγματική απαγόρευση.
Κατά την άποψή μας, στη σημερινή Ελλάδα το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται περισσότερο με τη θεσμοθέτηση χρονικού ορίου. Ίσως να είναι τρεις αντί δύο θητειών, αλλά πρέπει να τεθεί όριο. Και όποιος θέλει μπορεί να ξαναδιεκδικήσει την εκλογή του, αφού προηγουμένως μείνει εκτός Βουλής για μία τετραετία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Τσίπρας απέφυγε να θίξει ένα άλλο πιο κρίσιμο ζήτημα: την καθιέρωση ασυμβίβαστου μεταξύ υπουργού και βουλευτή. Αν και το ασυμβίβαστο αυτό δεν συνηθίζεται σε κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, θα μπορούσε να λύσει πολλά προβλήματα. Θα μπορούσε να ανεβάσει την ποιότητα του κυβερνητικού έργου. Ταυτοχρόνως, θα μετέτρεπε τη Βουλή σε πραγματική νομοθετική εξουσία και όχι σε μηχανισμό επικύρωσης των επιλογών της εκτελεστικής εξουσίας.
Η πρόταση για περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας και για αλλαγή της περί ευθύνης υπουργών αμαρτωλής συνταγματικής διάταξης είναι πλέον κοινός τόπος και με τη μία ή την άλλη μορφή θα περάσει. Αντιδράσεις, όμως, θα προκαλέσει η πρόθεση του πρωθυπουργού να συρρικνώσει τις ανεξάρτητες αρχές, τις οποίες όχι αδικαιολόγητα χαρακτήρισε αποθέωση της τεχνοκρατικής ιδεολογίας, η οποία έχει την τάση να συρρικνώνει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η τάση για δημιουργία ανεξάρτητων αρχών είναι διεθνής, αλλά η Ελλάδα το έχει παρακάνει. Κι αυτό χωρίς να μιλήσουμε για την πρωτοφανή μνημονιακή επιβολή να μετατραπεί σε ανεξάρτητη αρχή ο σκληρός πυρήνας του κράτους που είναι η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων.
Είναι αληθές πως υπάρχουν πολλές παθογένειες στη λειτουργία των κυβερνήσεων, αλλά τουλάχιστον αυτές έχουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση και περισσότερο ή λιγότερο ελέγχονται. Αντιθέτως, ο θεσμικός έλεγχος των ανεξάρτητων αρχών είναι απαράδεκτα περιορισμένος.
Σημαντική καινοτομία των προτάσεων του Τσίπρα είναι η δυναμική εισαγωγή των δημοψηφισμάτων στην πολιτική ζωή. Προτείνει:
να μην μπορεί να μεταβιβασθούν εθνικές κυριαρχικές αρμοδιότητες, χωρίς δημοψήφισμα.
οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να προκηρύξουν δημοψήφισμα για εθνικής σημασίας ζήτημα, συγκεντρώνοντας 500.000 υπογραφές.
οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να προκηρύξουν δημοψήφισμα για την κατάργηση νόμου (όχι δημοσιονομικού περιεχομένου), συγκεντρώνοντας 1.000.000 υπογραφές.
οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας, συγκεντρώνοντας, επίσης, 1.000.000 υπογραφές.
Η κριτική που ασκείται σ’ αυτού του είδους τις προτάσεις είναι δύο επιπέδων. Η πρώτη ισχυρίζεται ότι με τα δημοψηφίσματα υπονομεύεται ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος. Πρόκειται για νομικίστικο επιχείρημα που υποκρύπτει μία “αριστοκρατική” αντίληψη και μία δυσπιστία προς τον λαϊκό παράγοντα.
Το δημοψήφισμα, όμως, που είναι η μόνη δυνατή εκδοχή της άμεσης δημοκρατίας, συμπληρώνει και εμπλουτίζει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η αντιπροσωπευτικότητα, άλλωστε, δεν έχει καθιερωθεί σαν ιδανικό. Έχει καθιερωθεί, επειδή στις σύγχρονες Πολιτείες δεν είναι πρακτικά δυνατή η διακυβέρνηση με άμεση δημοκρατία.
Όποιος πιστεύει πως είναι για το καλό μίας Πολιτείας η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμπλοκή των πολιτών στα κοινά δεν μπορεί να βρει σοβαρά επιχειρήματα εναντίον της λελογισμένης διεξαγωγής δημοψηφισμάτων. Οι ρήτρες, άλλωστε που τίθενται δεν επιτρέπουν κατάχρηση.
Αντιθέτως, έχει την τάση να δαιμονοποιεί τα δημοψηφίσματα όποιος θεωρεί ότι οι πολίτες πρέπει μόνο να ψηφίζουν κάθε τέσσερα χρόνια τα υφιστάμενα κόμματα και στη συνέχεια να αφήνουν αποκλειστικά στα χέρια της κυβέρνησης και της Βουλής τη λήψη όλων των αποφάσεων. Επειδή, όμως, δεν μπορούν να εκφράσουν δημοσίως άποψη ότι ο λαός είναι ανίκανος να αποφασίζει για κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την τύχη του, ισχυρίζονται ότι τα δημοψηφίσματα διχάζουν.
Στην πραγματικότητα, αυτή η λογική υποκρύπτει την ίδια “αριστοκρατική” νοοτροπία. Με την ίδια λογική και η δημοκρατία διχάζει, αφού αναδεικνύει τα ζητήματα και τις σχετικές αντιθέσεις που διατρέχουν κάθε κοινωνία. Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι οι αντιθέσεις να επικαλύπτονται, αλλά να επιλύονται με δημοκρατικό τρόπο.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 31 Ιουλίου 2016
mignatiou.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου