Ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά ξεκίνησε η δίκη των μελών του κυκλώματος των ταξιτζήδων που επί σειρά ετών λυμαίνονταν την «χρυσή» πιάτσα της Ακτής Ξαβερίου στον Πειραιά, όπου δένουν τα κρουαζιερόπλοια.
Συνολικά 15 άτομα κάθονται στο εδώλιο κατηγορούμενοι μεταξύ άλλων και κατά περίπτωση για συγκρότηση, ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, εκβίαση, απειλή, σωματική βία και δωροδοκία.
Στα μέλη της οργάνωσης, που κατά το βούλευμα, χρησιμοποιούσαν για να καλύπτουν την εγκληματική τους δράση «ψευδώνυμα», όπως «Μπουμπουλού», «Βαραβάς», «αγκαλίτσας», «ψηλός», «Χρήστος ο φουσκωτός», «Περουκάκι», «Δαμιανούλα», αποδίδεται ότι ήθελαν να δημιουργήσουν «ένα μονοπώλιο στον συγκεκριμένο τομέα της αγοράς, από το οποίο θα επωφελούνταν μόνο οι ίδιοι ή όσοι ήταν αρεστοί σ’ αυτούς…».
Χρησιμοποιώντας μεθόδους «μαφίας» τρομοκρατούσαν τους συναδέλφους τους απαιτώντας χρήματα, τα οποία τους έλεγαν ότι «αποτελούσαν αλληλεγγύη προς τους φτωχούς του αρχηγού της ομάδας», τον αποκαλούμενο «Μπουμπουλού», ή «κατά κόσμον» Ν.Κ.
Ο εν λόγω, παρόλο που δεν έχε στην ιδιοκτησία του κάποιο όχημα δημόσιας χρήσης ταξί, φέρεται «να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και αποφάσισε πρώτος για τις περαιτέρω ενέργειες των μελών της οργάνωσης. Με σκοπό την επίτευξη του σκοπού αυτού, δηλαδή, με σκοπό να επιτύχουν να μονοπωλήσουν τους επιβάτες των κρουαζιερόπλοιων που επιθυμούσαν να κάνουν περιήγηση και στα διάφορα αξιοθέατα της πόλεως των Αθηνών, ορισμένοι από τους προαναφερθέντες κατηγορούμενους επιχειρούσαν, αρχικά, να εντοπίζουν τους υποψήφιους επιβάτες και στη συνέχεια, καταπατώντας οποιαδήποτε έννοια συναδελφικής αλληλεγγύης να τους οδηγούν, κατά παρέκκλιση της προτεραιότητας, σε οδηγούς Δημόσιας Χρήσης οχημάτων ταξί, από τους οποίους θα έπαιρναν στη συνέχεια ως προμήθεια ένα μέρος του τιμήματος της διαδρομής ενώ, άλλοι από τους κατηγορούμενους, οι οποίοι είχαν πιο επιβλητικό σωματότυπο, αναλάμβαναν το έργο να «φοβερίζουν» τους υπόλοιπους οδηγούς ταξί, για να μην αντιδρούν στην συντελούμενη σε βάρος τους αδικία, ή τέλος να εκβιάζουν άλλους οδηγούς ταξί προκειμένου να τους καταβάλουν συστηματικά προμήθεια ως αντάλλαγμα για τους πελάτες με τους οποίους τους προμήθευαν…
Με τον τρόπο αυτό κατάφερναν να αποκομίσουν παράνομα ένα διόλου ευκαταφρόνητο περιουσιακό όφελος, το οποίο αποτιμάται στα 20 με 30 ευρώ περίπου για κάθε περιήγηση επιβάτη. Ωστόσο, δεν περιόρισαν την παράνομη αυτή δράση τους μόνο στα κόμιστρα των συναδέλφων τους, αλλά διαβλέποντας ότι υπήρχαν κι άλλα περιθώρια κέρδους, φρόντισαν να τους εκβιάζουν συστηματικά προκειμένου να εισπράττουν και μέρος της προμήθειας που έπαιρναν αυτοί από τα μαγαζιά και τα εστιατόρια που επισκέπτονταν οι τουρίστες στην περιοχή της Ακρόπολης, του Μικρολίμανου ή και άλλων χώρων.
Μάλιστα, δεν δίστασαν σε ορισμένες περιπτώσεις, να μεταβαίνουν και οι ίδιοι στα παραπάνω καταστήματα και να απαιτούν από τους ιδιοκτήτες μέρος του τιμήματος που κατέβαλαν οι τουρίστες για την αγορά τουριστικών ειδών, σε περίπτωση δε που αυτή αντιδρούσαν στο παράλογο αυτό αίτημά τους, τους εξύβριζαν και τους απειλούσαν ότι θα κάνουν κακό στους ίδιους και στις επιχειρήσεις τους, ενώ παράλληλα τους έλεγαν ότι τα λεφτά που απαιτούσαν από αυτούς, αποτελούσαν αλληλεγγύη προς τους φτωχούς του αρχηγού της ομάδας για τον οποίον χρησιμοποιούσαν το ψευδώνυμο «Μπουμπουλού».
Η δράση
Η πρώτη χρονιά που λειτούργησε η επίμαχη πιάτσα ταξί στην ακτή Ξαβερίου ήταν το έτος 2004, όταν Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ), προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι επιβάτες των κρουαζιερόπλοιων που επισκεπτόταν την Αθήνα για την παρακολούθηση των Ολυμπιακών Αγώνων, αποφάσισε να παραχωρήσει την εν λόγω έκταση, για να σταθμεύουν εκεί οδηγοί ταξί και να αναμένουν το επιβατικό κοινό. Για κάποιο χρονικό διάστημα, όλα πήγαιναν καλά. Σιγά-σιγά, όμως άρχισαν να χαλαρώνουν οι έλεγχοι και να παρατηρείται μια κατάσταση αναρχίας. Έτσι, το Συνδικάτο Αυτοκινητιστών Ταξί Αττικής(ΣΑΤΑ) αποφάσισε να αναθέσει σε ορισμένα μέλη τη ρύθμιση της ομαλής λειτουργίας της εν λόγω πιάτσας. Τα μέλη αυτά ήταν 4 από τους κατηγορούμενους που ενώ ορίστηκαν ώστε να διευκολύνουν τους συναδέλφους τους, «αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν για ίδιον όφελος την τοποθέτησή τους σε αυτή την καίρια θέση» ενώ «φρόντισαν να εντάξουν στην ομάδα τους και τους λοιπούς συγκατηγορούμενούς τους, οι οποίοι λόγω του σωματότυπού τους και του χαρακτήρα τους μπορούσαν να τους βοηθήσουν στην υλοποίηση του εγκληματικού τους σχεδίου».
Τα θύματα
Ενδεικτικές για την δράση της ομάδας αυτής, από τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκε, είναι οι καταθέσεις που δόθηκαν από θύματα του κυκλώματος. Όπως αναφέρει ο Γ.Γ: «Από το 2004 μέχρι και το 2008, ο Ν. Κ. μου έδινε περιηγήσεις οι οποίες άξιζαν περίπου 200 ευρώ το τετράωρο και όταν επέστρεφα μου ζητούσε τα μισά και μάλιστα με πολύ άσχημο τρόπο. …Επίσης έπαιρνε και τα μισά χρήματα από την προμήθεια που έδινα στο εστιατόριο στο Μικρολίμανο και τα καταστήματα λαϊκής τέχνης στην Ακρόπολη… Πολλές φορές ο Ν.Κ. κατέβαζε με τη βία τουρίστες που είχαν επιβιβαστεί σε ταξί, οι οδηγοί των οποίων δεν έδιναν χρήματα στην οργάνωση και τους επιβίβαζε σε επιλεγμένα ταξί όπου θα του έδιναν προμήθεια…».
Ενδεικτική, επίσης, είναι η από 11-12-2014 ένορκη κατάθεση αστυνομικού της Ο.Ε.ΠΤΑ. «Η δράση των μελών αυτής της ομάδας ήταν εντατική τα καλοκαίρια. Ειδικότερα, πολλοί οδηγοί ταξί μας είχαν καταγγείλει προφορικά ότι τους είχαν απειλήσει ή χτυπήσει, τόσο τους ίδιους όσο κι άλλους συναδέλφους …Οι οδηγοί, που έπαιρναν τέτοιες κούρσες περιήγησης, ζητούσαν χρήματα ως προμήθεια και από καταστήματα και στην περιοχή της Ακρόπολης. Συγκεκριμένα, όταν κατέβαινε ένας τουρίστας και ψώνιζε είδη λαϊκής τέχνης από ένα μαγαζί, ο οδηγός ταξί που τον είχε μεταφέρει έμπαινε αμέσως μέσα στο κατάστημα και ρωτούσε τον επιχειρηματία για τις αγορές που είχε κάνει ο τουρίστας. Αν, για παράδειγμα. ο τελευταίος απαντούσε ότι ο τουρίστας είχε αγοράσει ήδη αξίας 100 ευρώ, ζητούσε από τον επιχειρηματία να του δώσει 50 ευρώ ως προμήθεια. Στην περίπτωση που ο επιχειρηματίας δεν συμφωνούσε, ο οδηγός ταξί τον απειλούσε ότι θα κάνει κακό σε αυτόν και στην επιχείρηση του, λέγοντας του ότι τα λεφτά που απαιτούσε αποτελούν αλληλεγγύη προς τους φτωχούς του αρχηγού της ομάδας του οποίου το παρατσούκλι ήταν «Μπουμπουλού»
Η ως άνω έκνομη κατάσταση διήρκεσε για πολλά χρόνια και σχεδόν παγιώθηκε είτε λόγω φόβου είτε γιατί «όσοι οδηγοί επέλεγαν να συνεργαστούν με την παραπάνω εγκληματική ομάδα και να ικανοποιήσουν τις παράλογες απαιτήσεις της, αποκόμιζαν και προσωπικά οφέλη από την προνομιακή μεταχείριση που τους επιφύλασσαν οι κατηγορούμενοι, ενώ όσοι από τους οδηγούς αντιδρούσαν ερχόταν αντιμέτωποι με ύβρεις, απειλές και χειροδικίες και προτιμούσαν να σιωπήσουν, φοβούμενοι για την ίδια τους τη ζωή και την σωματική τους ακεραιότητα».
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι κατηγορούμενοι να εντείνουν την δράση τους και να μεταχειρίζονται πλέον κάθε μέσο για να πετύχουν το στόχο τους, μη διστάζοντας μάλιστα να απειλήσουν συναδέλφους τους ότι θα τους πυροβολήσουν. «Το καλοκαίρι του 2010 ο Γ.Ξ. με χτύπησε με γροθιά στο πρόσωπο ενώπιον συναδέλφων μου… Το ίδιο καλοκαίρι μάλιστα δέχτηκα επίθεση με απειλές, εξυβρίσεις και χειροδικία επειδή προσπάθησα να πάρω τουρίστες για περιήγηση… Ο Ν. Κ. με χτύπησε με γροθιά στο πρόσωπο και στη συνέχεια οδηγώντας το αυτοκίνητο με ταχύτητα στο αντίθετο ρεύμα στον χώρο του ΟΛΠ, προσπάθησε να με πατήσει πλην όμως με τράβηξαν συνάδελφοι μου… Μάλιστα είμαι μάρτυρας σε περιστατικό στο οποίο ο Ν.Κ. λέει στους δικούς του «θα βαράτε όταν σας λέω εγώ, για να καθαρίσω», εννοώντας ότι, στη συνέχεια, θα μπορούσε να τους γλιτώσει από τις αρχές λόγω των διασυνδέσεων που έχει με πολιτικούς και αστυνομικούς…».
Ο λιμενικός που… διευκόλυνε
Με βάση όλα τα ανωτέρω και βλέποντας την διαρκώς επιδεινούμενη αυτή κατάσταση, η διοίκηση του ΣΑΤΑ, το 2011, αποφάσισε να παρέμβει δραστικά, προκειμένου να εξαλειφθούν τα φαινόμενα παρανομίας στην Ακτή Ξαβερίου και να κατασταλεί η παράνομη δράση της ομάδας. Για τον λόγο αυτόν, τους απομάκρυνε από τις θέσεις ευθύνης στις οποίες τους είχε τοποθετήσει και παράλληλα, με τη βοήθεια της Τροχαίας Πειραιά και του ΟΛΠ, δημιουργήθηκε ένας οργανωμένος χώρος στάθμευσης, όπου θα ήταν πιο εύκολο να τηρηθεί σειρά προτεραιότητας και να αποφεύγονται οι οποίες παρατυπίες. Στην είσοδο του χώρου αυτού τοποθετήθηκαν δύο υπάλληλοι του ΟΛΠ για να επιτηρούν.
Η εξέλιξη αυτή δεν άρεσε στους κατηγορούμενους, οι οποίοι έβλεπαν ότι θα είναι πλέον πολύ δύσκολο να ελέγχουν την κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό, ότι την πρώτη μέρα που λειτούργησε ως οργανωμένος χώρος στάθμευσης με την νέα μορφή του, ένας εξ αυτών αφαίρεσε τις πινακίδες κυκλοφορίας του οχήματος του και το τοποθέτησε στην είσοδο του χώρου για να εμποδίσει την λειτουργία της πιάτσας. Από την άλλη πλευρά, κάποιοι οδηγοί ταξί, βλέποντας τα αυξημένα μέτρα αστυνόμευσης και νιώθοντας πιο ασφαλής, άρχισαν να διαμαρτύρονται πιο έντονα και να απευθύνονται πλέον στις αστυνομικές αρχές καταγγέλλοντας περιστατικά βίας σε βάρος τους.
Όσο περνούσε δε ο καιρός και διαπίστωναν οι κατηγορούμενοι ότι δύσκολα πλέον θα μπορούσαν να αλλάξουν τον χώρο της πιάτσας και να τον διαχειριστούν προς όφελος τους, τόσο ενέτειναν τις αντιδράσεις τους θέλοντας να περιορίσουν την παρουσία της αστυνομίας και να αυξήσουν την δική τους επιρροή. Στα πλαίσια αυτά, δεν δίστασαν να έρθουν σε προσωπική αντιδικία με ορισμένους αστυνομικούς και να τους εγκαλέσουν για δήθεν παράνομες πράξεις σε βάρος τους, ενώ παράλληλα παρότρυναν τους οδηγούς να αρνούνται να δώσουν τα στοιχεία τους στους αστυνομικούς.
Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στο βούλευμα, «ενδεικτικό για την δράση τους αποτελεί και το γεγονός ότι, προκειμένου να αυξήσουν την παρουσία τους στο χώρο, προέβησαν οι ίδιοι και στην ίδρυση μιας νέας συνδικαλιστικής οργάνωσης στην οποία έγιναν μέλη ιδιοκτήτες, ενώ όσοι ήταν απλώς οδηγοί συστήνονταν ως εξωτερικοί συνεργάτες του εν λόγω συνδικάτου…». Έχοντας λοιπόν ως προκάλυμμα την συνδικαλιστική τους ιδιότητα κατόρθωναν να εισέρχονται ευκολότερα στον χώρο της πιάτσας και να εντοπίζουν τους «καλούς» επιβάτες. Τις ώρες που υπήρχαν αυξημένα μέτρα αστυνόμευσης, φρόντιζαν να στέλνουν άλλα πρόσωπα, φιλικά προσκείμενα σε αυτούς, τα οποία δεν γνώριζαν οι αστυνομικές αρχές και γι’ αυτό ήταν δυσκολότερο να αντιληφθούν τις έκνομες ενέργειες τους. Στη δράση τους δε αυτή, βρήκαν σημαντικό αρωγό τον Σ. Κ., οποίος ως υπάλληλος του ΟΛΠ, είχε τοποθετηθεί στην είσοδο του οργανωμένου χώρου στάθμευσης, για να ελέγχει την τήρηση της προτεραιότητας και να εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία της πιάτσας. Αυτός, ωστόσο, τους διευκόλυνε όπως επιβεβαίωσαν και οι αστυνομικοί της ΟΕΠΤΑ, που επόπτευαν το χώρο.
« Ήταν μόνο… μικροεντάσεις»
Οι κατηγορούμενοι στις απολογίες τους αρνήθηκαν τις πράξεις που τους αποδίδονται ισχυριζόμενοι ότι όσα υποστηρίζουν οι εξετασθέντες μάρτυρες περί απειλών και άσκηση σωματικής βίας σε βάρος συναδέλφων τους, είναι αναληθή και υποκινούμενα από τον πρόεδρο του ΣΑΤΑ Ευθύμιο Λυμπερόπούλο, ο όποιος δυσαρεστήθηκε όταν εκείνοι αποφάσισαν να ιδρύσουν νέο συνδικάτο προκειμένου να υποστηρίξουν καλύτερα τα συμφέροντα τους και έκτοτε τους δημιουργεί συνεχώς προβλήματά. Το μόνο που συνέβαινε στην επίμαχη πιάτσα είπαν, ήταν ορισμένες μικροεντάσεις άνευ ιδιαίτερης σπουδαιότητας…
dikastiko.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου