Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα η βελγική κοινή γνώμη έγινε κοινωνός μιας συγκλονιστικής είδησης. Υπάρχουν σήμερα στη χώρα όπου εδρεύουν τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 27
υπερήλικες Βέλγοι...υπήκοοι που λαμβάνουν περιοδική παροχή (σύνταξη) από το γερμανικό κράτος.
Γράφειη ΧριστίναΣταμούλη*
Η διαδικασία διερεύνησης αυτού του θέματος ξεκίνησε στο Βέλγιο από μια διακομματική κοινοβουλευτική ερώτηση που κατατέθηκε το 2016 από τέσσερις βουλευτές. Οι ερωτώντες υποστήριξαν ότι η έρευνα αυτή πρέπει οπωσδήποτε να γίνει, στο πλαίσιο της διατήρησης της βελγικής ιστορικής μνήμης.
Αφορμή για την έναρξη αυτής της διερεύνησης αποτέλεσαν οι αποκαλύψεις που έκανε -στις 8 Μαΐου του 2016, στην 71η επέτειο της λήξης του πολέμου- ο οργανισμός «Memoire – Herinnering», που έχει στόχο να φέρει σε επαφή επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με σύγχρονους ευαισθητοποιημένους πολίτες.
Το τραγικά αστείο στην υπόθεση αυτή είναι ότι ο οργανισμός αυτός άρχισε να ασχολείται με το θέμα όταν το ίδιο το γερμανικό κράτος θέλησε να φορολογήσει τις συντάξεις που καταβάλλονταν στα θύματα καταναγκαστικής εργασίας και -από λάθος- είδαν το φως της δημοσιότητας ειδοποιητήρια που, ναι μεν απευθύνονταν σε Βέλγους πολίτες, εκείνοι όμως ουδέποτε είχαν κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ούτε θεωρούνταν θύματα καταναγκαστικής εργασίας.
Προσπάθειες να ανακαλύψουν στοιχεία
Το Βέλγιο κατακτήθηκε από τους ναζί τον Μάιο του 1940. Παραδόθηκε μέσα σε 18 μέρες. Με απόφαση του Χίτλερ το 1941 δίδεται η γερμανική υπηκοότητα στους Βέλγους φλαμανδικής καταγωγής που υπηρετούσαν στα Waffen SS, ενώ το 1943 το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και στους γαλλόφωνους (Βαλόνοι) Βέλγους που είχαν προσχωρήσει στις ναζιστικές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι παραχωρήσεις αυτές γίνονται με απευθείας διατάγματα του Χίτλερ, σύμφωνα με τα οποία οι παροχές αυτές αναγνωρίζονται σε όσους επιδεικνύουν «αφοσίωση, πίστη, δέσμευση και υπακοή» στον φίρερ.
Μετά τη λήξη του πολέμου και την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας, στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης του Πότσδαμ, αποφασίστηκε η αποναζιστικοποίηση της Γερμανίας. Μεταξύ των μέτρων που ορίστηκαν για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν και η κατάργηση όλων απαρεγκλίτως των ναζιστικών νόμων, καθώς και των διαταγών του Χίτλερ.
71 χρόνια μετά, το Βέλγιο ανακαλύπτει εμβρόντητο ότι τις δεκαετίες που πέρασαν από τη λήξη του πολέμου κάποιοι συμπατριώτες τους «επιβραβεύονται» από τη σύγχρονη δημοκρατική Γερμανία για τη συνεργασία τους με τα ναζιστικά στρατεύματα. Από το 2012 υπήρχε η πληροφορία ότι οι καταβολές αυτές ίσως αφορούσαν μέχρι και σε 2.500 κατοίκους του Βελγίου. Σήμερα 27 από αυτούς επιζούν ακόμη και εισπράττουν την περιοδική αυτή παροχή (σύνταξη), το ύψος της οποίας ίσως κυμαίνεται από 435 έως 1.275 ευρώ μηνιαίως!
Οι καταβολές αυτές γίνονται από τον προϋπολογισμό του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας, οι υπηρεσίες του οποίου είναι υπεύθυνες και για τη διοικητική διαχείριση των περιοδικών αυτών παροχών. Επιπλέον, τα στοιχεία των προσώπων που συνταξιοδοτούνται δεν είναι γνωστά στις βελγικές Αρχές, παρά μόνο στα γερμανικά υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας και το εισόδημά τους αυτό διαφεύγει της φορολόγησης, η οποία θα έπρεπε να τους επιβάλλεται τόσο από το εθνικό βελγικό δίκαιο όσο και κατ’ εφαρμογή του ευρωπαϊκού παράγωγου δικαίου.
Η Βουλή του Βελγίου χρησιμοποίησε μέσα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας για να δώσει συνέχεια στη διερεύνηση αυτή. Εκπρόσωποι της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων μετέβησαν το 2018 στο Βερολίνο, όπου, σε συνάντηση με εκπροσώπους της αντίστοιχης επιτροπής της Μπούντεσταγκ, επιχείρησαν να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με την ακριβή ταυτότητα των ανθρώπων αυτών και όσες άλλες πληροφορίες θα ήταν απαραίτητες για τη διαλεύκανση αυτής της περίεργης ιστορίας.
Οι βουλευτές γύρισαν άπρακτοι και για τον λόγο αυτό στις 19 Φεβρουαρίου η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων αποφάσισε να προτείνει τη δημιουργία μιας μεικτής επιστημονικής γερμανοβελγικής επιτροπής, η οποία θα ζητήσει αφενός τη διασταύρωση των στοιχείων των καταδικασμένων συνεργατών, επιχειρώντας την απαραίτητη διασταύρωση, αφετέρου την παρέμβαση της κυβέρνησης. Απώτερος στόχος θα είναι η παύση αυτής της επαίσχυντης διαδικασίας έστω και 74 χρόνια μετά.
Λένε ακόμη «nein» στη χώρα μας
Παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα στο μικρό βασίλειο του Βελγίου, δεν μπορεί κανείς να αποφύγει τη σύγκριση με την αντίδραση που έχει επιφυλάξει η δημοκρατική Γερμανία στα θύματα του Γ΄ Ράιχ στην Ελλάδα, ειδικότερα στα θύματα του εμβληματικού και μαρτυρικού Διστόμου.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, στην περίπτωση της Ελλάδας η Γερμανία έχει δεκαετίες τώρα υιοθετήσει μια κάθετα αρνητική στάση. Για πολλά χρόνια, καλυπτόμενη πίσω από την αναστολή που της είχε χορηγηθεί το 1953 με τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου -για την οποία είχε συμφωνήσει και η καταπληγωμένη από τα ναζιστικά στρατεύματα Ελλάδα-, η Γερμανία διατυμπάνιζε ότι ήταν πολύ νωρίς για να συζητηθεί η ύπαρξη ή μη της υποχρέωσής της να αποζημιώσει τα θύματα της δράσης των ναζιστών στη χώρα μας. Μετά το 1990 και την επανένωση των δύο Γερμανιών, η επιχειρηματολογία άλλαξε. Ηρθε η ώρα του «είναι πολύ αργά πλέον, το θέμα θεωρείται πολιτικά και νομικά λήξαν».
Στο μεταξύ, το μαρτυρικό Δίστομο γράφει ιστορία. Η δικαστική πορεία που έχει διαγράψει είναι από το 1997, όταν εκδόθηκε η ιστορική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, μέχρι το 2016, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας τοποθέτησε πανηγυρικά τον «άνθρωπο» στο κέντρο της κρίσης του και αναγνώρισε το δικαίωμα στα θύματα των εγκλημάτων πολέμου να προσφεύγουν στον «φυσικό τους δικαστή».
Αντιπαραβάλλοντας την επιμέλεια, τη μεθοδικότητα και τη μυστικότητα με την οποία η δημοκρατική Γερμανία «φροντίζει» τους Βέλγους που πολέμησαν στους κόλπους της Wermacht και των Waffen SS με την αλαζονεία και την ένταση με την οποία αρνείται να αναγνωρίσει και απορρίπτει την τελεσίδικα επιδικασθείσα αποζημίωση των Διστομιτών, δεν μπορούμε παρά να αναφωνήσουμε έμπλεοι ειρωνείας: «Ζήτω η δημοκρατική Γερμανία».
* Νομικός. Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου
για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Αποζημιώσεων
*Δημοσιεύθηκε στο φύλλο 91 της «Νέας Σελίδας»
την Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.
Η διαδικασία διερεύνησης αυτού του θέματος ξεκίνησε στο Βέλγιο από μια διακομματική κοινοβουλευτική ερώτηση που κατατέθηκε το 2016 από τέσσερις βουλευτές. Οι ερωτώντες υποστήριξαν ότι η έρευνα αυτή πρέπει οπωσδήποτε να γίνει, στο πλαίσιο της διατήρησης της βελγικής ιστορικής μνήμης.
Αφορμή για την έναρξη αυτής της διερεύνησης αποτέλεσαν οι αποκαλύψεις που έκανε -στις 8 Μαΐου του 2016, στην 71η επέτειο της λήξης του πολέμου- ο οργανισμός «Memoire – Herinnering», που έχει στόχο να φέρει σε επαφή επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με σύγχρονους ευαισθητοποιημένους πολίτες.
Το τραγικά αστείο στην υπόθεση αυτή είναι ότι ο οργανισμός αυτός άρχισε να ασχολείται με το θέμα όταν το ίδιο το γερμανικό κράτος θέλησε να φορολογήσει τις συντάξεις που καταβάλλονταν στα θύματα καταναγκαστικής εργασίας και -από λάθος- είδαν το φως της δημοσιότητας ειδοποιητήρια που, ναι μεν απευθύνονταν σε Βέλγους πολίτες, εκείνοι όμως ουδέποτε είχαν κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ούτε θεωρούνταν θύματα καταναγκαστικής εργασίας.
Προσπάθειες να ανακαλύψουν στοιχεία
Το Βέλγιο κατακτήθηκε από τους ναζί τον Μάιο του 1940. Παραδόθηκε μέσα σε 18 μέρες. Με απόφαση του Χίτλερ το 1941 δίδεται η γερμανική υπηκοότητα στους Βέλγους φλαμανδικής καταγωγής που υπηρετούσαν στα Waffen SS, ενώ το 1943 το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και στους γαλλόφωνους (Βαλόνοι) Βέλγους που είχαν προσχωρήσει στις ναζιστικές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι παραχωρήσεις αυτές γίνονται με απευθείας διατάγματα του Χίτλερ, σύμφωνα με τα οποία οι παροχές αυτές αναγνωρίζονται σε όσους επιδεικνύουν «αφοσίωση, πίστη, δέσμευση και υπακοή» στον φίρερ.
Μετά τη λήξη του πολέμου και την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας, στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης του Πότσδαμ, αποφασίστηκε η αποναζιστικοποίηση της Γερμανίας. Μεταξύ των μέτρων που ορίστηκαν για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν και η κατάργηση όλων απαρεγκλίτως των ναζιστικών νόμων, καθώς και των διαταγών του Χίτλερ.
71 χρόνια μετά, το Βέλγιο ανακαλύπτει εμβρόντητο ότι τις δεκαετίες που πέρασαν από τη λήξη του πολέμου κάποιοι συμπατριώτες τους «επιβραβεύονται» από τη σύγχρονη δημοκρατική Γερμανία για τη συνεργασία τους με τα ναζιστικά στρατεύματα. Από το 2012 υπήρχε η πληροφορία ότι οι καταβολές αυτές ίσως αφορούσαν μέχρι και σε 2.500 κατοίκους του Βελγίου. Σήμερα 27 από αυτούς επιζούν ακόμη και εισπράττουν την περιοδική αυτή παροχή (σύνταξη), το ύψος της οποίας ίσως κυμαίνεται από 435 έως 1.275 ευρώ μηνιαίως!
Οι καταβολές αυτές γίνονται από τον προϋπολογισμό του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας, οι υπηρεσίες του οποίου είναι υπεύθυνες και για τη διοικητική διαχείριση των περιοδικών αυτών παροχών. Επιπλέον, τα στοιχεία των προσώπων που συνταξιοδοτούνται δεν είναι γνωστά στις βελγικές Αρχές, παρά μόνο στα γερμανικά υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας και το εισόδημά τους αυτό διαφεύγει της φορολόγησης, η οποία θα έπρεπε να τους επιβάλλεται τόσο από το εθνικό βελγικό δίκαιο όσο και κατ’ εφαρμογή του ευρωπαϊκού παράγωγου δικαίου.
Η Βουλή του Βελγίου χρησιμοποίησε μέσα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας για να δώσει συνέχεια στη διερεύνηση αυτή. Εκπρόσωποι της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων μετέβησαν το 2018 στο Βερολίνο, όπου, σε συνάντηση με εκπροσώπους της αντίστοιχης επιτροπής της Μπούντεσταγκ, επιχείρησαν να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με την ακριβή ταυτότητα των ανθρώπων αυτών και όσες άλλες πληροφορίες θα ήταν απαραίτητες για τη διαλεύκανση αυτής της περίεργης ιστορίας.
Οι βουλευτές γύρισαν άπρακτοι και για τον λόγο αυτό στις 19 Φεβρουαρίου η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων αποφάσισε να προτείνει τη δημιουργία μιας μεικτής επιστημονικής γερμανοβελγικής επιτροπής, η οποία θα ζητήσει αφενός τη διασταύρωση των στοιχείων των καταδικασμένων συνεργατών, επιχειρώντας την απαραίτητη διασταύρωση, αφετέρου την παρέμβαση της κυβέρνησης. Απώτερος στόχος θα είναι η παύση αυτής της επαίσχυντης διαδικασίας έστω και 74 χρόνια μετά.
Λένε ακόμη «nein» στη χώρα μας
Παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα στο μικρό βασίλειο του Βελγίου, δεν μπορεί κανείς να αποφύγει τη σύγκριση με την αντίδραση που έχει επιφυλάξει η δημοκρατική Γερμανία στα θύματα του Γ΄ Ράιχ στην Ελλάδα, ειδικότερα στα θύματα του εμβληματικού και μαρτυρικού Διστόμου.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, στην περίπτωση της Ελλάδας η Γερμανία έχει δεκαετίες τώρα υιοθετήσει μια κάθετα αρνητική στάση. Για πολλά χρόνια, καλυπτόμενη πίσω από την αναστολή που της είχε χορηγηθεί το 1953 με τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου -για την οποία είχε συμφωνήσει και η καταπληγωμένη από τα ναζιστικά στρατεύματα Ελλάδα-, η Γερμανία διατυμπάνιζε ότι ήταν πολύ νωρίς για να συζητηθεί η ύπαρξη ή μη της υποχρέωσής της να αποζημιώσει τα θύματα της δράσης των ναζιστών στη χώρα μας. Μετά το 1990 και την επανένωση των δύο Γερμανιών, η επιχειρηματολογία άλλαξε. Ηρθε η ώρα του «είναι πολύ αργά πλέον, το θέμα θεωρείται πολιτικά και νομικά λήξαν».
Στο μεταξύ, το μαρτυρικό Δίστομο γράφει ιστορία. Η δικαστική πορεία που έχει διαγράψει είναι από το 1997, όταν εκδόθηκε η ιστορική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, μέχρι το 2016, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας τοποθέτησε πανηγυρικά τον «άνθρωπο» στο κέντρο της κρίσης του και αναγνώρισε το δικαίωμα στα θύματα των εγκλημάτων πολέμου να προσφεύγουν στον «φυσικό τους δικαστή».
Αντιπαραβάλλοντας την επιμέλεια, τη μεθοδικότητα και τη μυστικότητα με την οποία η δημοκρατική Γερμανία «φροντίζει» τους Βέλγους που πολέμησαν στους κόλπους της Wermacht και των Waffen SS με την αλαζονεία και την ένταση με την οποία αρνείται να αναγνωρίσει και απορρίπτει την τελεσίδικα επιδικασθείσα αποζημίωση των Διστομιτών, δεν μπορούμε παρά να αναφωνήσουμε έμπλεοι ειρωνείας: «Ζήτω η δημοκρατική Γερμανία».
* Νομικός. Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου
για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Αποζημιώσεων
*Δημοσιεύθηκε στο φύλλο 91 της «Νέας Σελίδας»
την Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου