από Άρης Οικονόμου
Εάν δεν θέλουμε να διατηρήσουμε μία ελπίδα που θα παρατείνει απλά την οδύνη που βιώνουμε, θα ήταν καλύτερα να αποδεχθούμε πως η ανάπτυξη αποτελεί μία ουτοπική προοπτική – ενώ ασφαλώς δεν θα προέλθει από τις ιδιωτικοποιήσεις ή από την απελευθέρωση του επαγγέλματος της κομμώτριας και του φαρμακοποιού.
«Οι δυνατοί έχουν θέληση και οι αδύναμοι έχουν ελπίδα – η οποία, κατά τον Αριστοτέλη, δεν είναι τίποτα άλλο από το όνειρο ενός ξύπνιου, ενώ κατά το Νίτσε το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο, αφού απλά παρατείνει την οδύνη που βιώνει«.
.
Άποψη
Ακούγεται συχνά ότι μία χώρα δεν μπορεί να ξεφύγει ποτέ από την παγίδα του χρέους, λόγω των επιτοκίων δανεισμού της – κάτι που δεν απαιτεί μία πολύπλοκη ανάλυση για να διαπιστωθεί, αλλά την απλή λογική, έτσι όπως αυτή αναφέρεται στα εισαγωγικά μαθήματα της μακροοικονομίας. Στα πλαίσια αυτά υπάρχει ο εξής μαθηματικός τύπος:
Ο τύπος αυτός φαίνεται δύσκολος στην κατανόηση του, αλλά είναι ουσιαστικά εξαιρετικά απλός, αρκεί να γνωρίζει κανείς τα παρακάτω: Β = το συνολικό δημόσιο χρέος μίας χώρας, Υ = ΑΕΠ, G = ετήσιες δαπάνες του προϋπολογισμού, Τ = ετήσια έσοδα του προϋπολογισμού, r = πραγματικό επιτόκιο, g = πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, t = ένα ορισμένο έτος, t-1 = το αμέσως προηγούμενο έτος. Με τη λέξη «πραγματικό» εννοούμε πάντοτε το ονομαστικό, το αριθμητικό δηλαδή, αφαιρουμένου του πληθωρισμού. Στο μαθηματικό τύπο (εξίσωση) τώρα τα εξής:
(α) Η αριστερή πλευρά της εξίσωσης δεν περιγράφει τίποτα άλλο, από την αλλαγή του ποσοστού του χρέους ως προς το ΑΕΠ από το ένα έτος (t) στο προηγούμενο (t-1). Το ποσοστό αυτό του χρέους αποτελεί ένα σημαντικό μέγεθος, επειδή όταν αυξάνεται το ΑΕΠ, όταν μία χώρα έχει ανάπτυξη δηλαδή, είναι ευκολότερο να εξυπηρετεί τα χρέη της – ενώ όταν ευρίσκεται σε ύφεση και μειώνεται το ΑΕΠ της ή παραμένει στάσιμη, τότε είναι πολύ δύσκολο να ανταπεξέλθει με τα χρέη της.
(β) Η δεξιά πλευρά της εξίσωσης αναφέρει από πού ακριβώς εξαρτάται η αλλαγή του ποσοστού του δημοσίου χρέους μίας χώρας – μη συμπεριλαμβανομένης φυσικά της πώλησης των περιουσιακών της στοιχείων.
Εν πρώτοις από το πρωτογενές πλεόνασμα ή έλλειμμα της χώρας, χωρίς δηλαδή να συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι, το οποίο ευρίσκεται εάν από τα έσοδα του προϋπολογισμού της (Τ) αφαιρεθούν οι δαπάνες (G). Εδώ, για να βρει κανείς το πόσο επηρεάζει το πρωτογενές αποτέλεσμα την αλλαγή του ποσοστού του χρέους ως προς το ΑΕΠ, θα πρέπει να το αναφέρει σε σχέση με το ΑΕΠ – όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας το 2016, όπου το πρωτογενές πλεόνασμα τοποθετήθηκε στο 3,9% του ΑΕΠ.
Κατά δεύτερο λόγο από τους τόκους, όπου το επιτόκιο μπορεί να θεωρηθεί ως ο «ρυθμός ανάπτυξης» των χρεών, ανεξάρτητα από το πρωτογενές αποτέλεσμα. Εν προκειμένω, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης μίας χώρας ως προς το ΑΕΠ της είναι χαμηλότερος από το επιτόκιο δανεισμού της, τότε αυξάνεται το χρέος της σε σχέση με το ΑΕΠ της – ενώ όταν είναι υψηλότερος μειώνεται (το αντίθετο).
Επειδή τώρα η άνοδος του ΑΕΠ υπολογίζεται κατά κανόνα πραγματικά,αφαιρείται δηλαδή ο πληθωρισμός, το ίδιο οφείλει να πράττει κανείς με το επιτόκιο – όπου στην αρχή της εξίσωσης αφαιρείται από το πραγματικό επιτόκιο (r) η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ (g).
Συνεχίζοντας με το παράδειγμα της Ελλάδας, σύμφωνα με το ΔΝΤ ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης της θα είναι 2,2% το 2017 και 2,7% το 2018 – αν και ποτέ δεν ήταν σωστές οι προβλέψεις του. Επομένως, το επιτόκιο δανεισμού της δεν θα πρέπει να υπερβαίνει αυτό το ποσοστό, για να μην αυξάνονται τα χρέη της – εάν ο προϋπολογισμός της θα είναι ισοσκελισμένος (έσοδα = δαπάνες).
Με βάση τώρα το ονομαστικό επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων, το οποίο ήταν πρόσφατα στο 5,5% (πηγή), καθώς επίσης τον πληθωρισμό ύψους 1,2% (γράφημα), το πραγματικό επιτόκιο της Ελλάδας εάν δανειζόταν από τις αγορές θα ήταν 4,3% (5,5-1,2). Ως εκ τούτου το χρέος της θα αυξανόταν μόνο από τα επιτόκια κατά 2,1% του ΑΕΠ το 2017 (4,3-2,2), καθώς επίσης κατά 1,6% το 2018 (4,3-2,7). Για να μη συμβεί κάτι τέτοιο, η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει ένα ανάλογο πρωτογενές πλεόνασμα – δηλαδή 2,1% το 2017 και 1,6% το 2018.
Επειδή βέβαια η Ελλάδα δανείζεται χρήματα από την Τρόικα, με μέσο ονομαστικό επιτόκιο της τάξης του 2%, άρα με πραγματικό 0,8% (2-1,2),με ρυθμό ανάπτυξης μεγαλύτερο (2,2% το 2017 και 2,7% το 2018) δεν απαιτείται καθόλου πρωτογενές πλεόνασμα για να μειωθούν τα χρέη της ως προς το ΑΕΠ της – αντίθετα θα ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει με πρωτογενές έλλειμμα -1,4% το 2017, καθώς επίσης με -1,9% το 2018.
Εν τούτοις οι δυνάμεις κατοχής της χώρας δεν επιτρέπουν τα ελλείμματα, επειδή θέλουν να δανεισθεί από τις αγορές – για να μεταφέρουν τα δικά τους δάνεια σε αυτές, όπως έκαναν από την αντίθετη πλευρά το 2010. Επομένως, για να ανταπεξέλθει με την εξυπηρέτηση των υπέρογκων χρεών της, θα πρέπει να παράγει πλεονάσματα – ενώ απαιτούν πλεονάσματα 3,5% έως το 2022, επειδή υπολογίζουν πως τα επιτόκια της θα διαμορφωθούν υψηλότερα από το 5,5% όταν θα απευθυνθεί πραγματικά στις αγορές.
Το πρόβλημα όμως της Ελλάδας είναι η βιώσιμη ανάπτυξη – η οποία θεωρείται πολύ δύσκολη, χωρίς να προηγηθούν επενδύσεις εκ μέρους του δημοσίου που θα απαιτούσαν τότε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Ως εκ τούτου η Ελλάδα, το βασικότερο αρνητικό στοιχείο της οποίας είναι η ύπαρξη ελάχιστων αξιόχρεων εγχώριων οφειλετών που θα ήταν σε θέση να δανειστούν για να επενδύσουν (νοικοκυριά, επιχειρήσεις), είναι ουσιαστικά παγιδευμένη – εάν δενδιαγραφεί ονομαστικά ένα μεγάλο μέρος του δημοσίου, καθώς επίσης του επισφαλούς ιδιωτικού χρέους της (κόκκινα τραπεζικά δάνεια, χρέη απέναντι στο δημόσιο κοκ.).
Ασφαλώς δε οι εξαγορές των δημοσίων επιχειρήσεων (αποκρατικοποιήσεις), εκτός του ότι είναι ασύμφορες για τη χώρα στις εξευτελιστικές τιμές που έχουν δημιουργηθεί, δεν θεωρούνται νέες επενδύσεις που θα αύξαναν το ΑΕΠ – ενώ η εξυγίανση τους θα ήταν εις βάρος της ανεργίας που είναι ήδη εξαιρετικά υψηλή (απολύσεις), καθώς επίσης των τιμών πώλησης που θα επιβάρυναν ακόμη περισσότερο τον εξαθλιωμένο πληθυσμό, όπως έχει τεκμηριωθεί από την παγκόσμια εμπειρία.
Η Ελλάδα πέτυχε βέβαια υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στο παρελθόν, όπως φαίνεται από το γράφημα (στη γαλάζια καμπύλη, έναντι της πράσινης του ΟΟΣΑ), αλλά κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες – οι οποίες σήμερα προφανώς δεν υπάρχουν.
Ως εκ τούτου, εάν δεν θέλουμε να διατηρήσουμε μία ελπίδα που θα παρατείνει απλά την οδύνη που βιώνουμε, θα ήταν καλύτερα να αποδεχθούμε πως η ανάπτυξη, υπό τις παρούσες προϋποθέσεις, αποτελεί μία ουτοπική προοπτική – ενώ σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να προέλθει από τις ιδιωτικοποιήσεις ή από την απελευθέρωση του επαγγέλματος της κομμώτριας και του φαρμακοποιού, όπως θέλουν να μας πείσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου