Μπορεί να καταλογίσει κανείς πολλά στην Ελλάδα. Ενα όμως όχι: ότι είναι χώρα επιθετική. Ουδέποτε έχει ακουστεί. Η Ελλάδα όχι απλώς δεν είναι επιθετική, αλλά, αντιθέτως,υπήρξε πολύ περισσότερο ήπια από όσο θα έπρεπε, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες.
Ουσιαστικά ενθαρρύνοντας, άθελά της, την τουρκική επιθετικότητα. Και εδώ ξεκινά μία μεγάλη παρανόηση των Τούρκων που αντιμετωπίζουν τη χώρα περίπου ως άμαχο πληθυσμό. Ξεχνώντας ότι αν απαιτηθεί για την άμυνά της έχει και η Ελλάδα σκληρά σχέδια απάντησης: καθολική άμυνα δεν σημαίνει μόνον αυτό που υπονοεί η λέξη, αλλά πολλά περισσότερα.
Μετά τη χούντα και την εθνική καταστροφή της Κύπρου που αυτή επέφερε, δύο τάσεις κατέστησαν κυρίαρχες για τα επόμενα πολλά χρόνια. Η μία ήταν ο φόβος της ήττας. Η άλλη ήταν η απαξίωση του στρατεύματος. Και οι δύο λογικές. Ομως, και οι δύο αφενός επιφανειακές και, αφετέρου, βλαπτικές για τη χώρα. Κυρίως, όμως, σήμερα πια ξεπερασμένες.
Ως προς την πρώτη: στην Κύπρο δεν υπήρξε ήττα με τη στρατιωτική έννοια του όρου. Υπήρξε με την εθνική, με τη διπλωματική, με την πολιτική. Αλλά όχι με τη στρατιωτική. Γιατί; Επειδή, πολύ απλά, η Ελλάδα της χούντας δεν πολέμησε. Μάλιστα, όσους αψήφησαν τις παρανοϊκές αντιφατικές εντολές της, η χούντα τους άφησε μόνους έναντι του εχθρού.
Υπάρχει εδώ και μία ακόμη αλήθεια που ουδέποτε ομολογείται: η διάλυση που ερχόταν από την Αθήνα συνέτεινε και στη διάλυση των κυπριακών σωμάτων που περίπου σκόρπισαν στο άκουσμα και μόνο του εχθρού, λόγω, πιθανώς, της ελληνικής κατάρρευσης σε επίπεδο εντολών, σχεδιασμών, αποφάσεων, υποστήριξης. Σε αυτό το περιβάλλον όσες δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ πολέμησαν μόνες και αποκομμένες κατήγαγαν νίκες, παρά το τελικό αποτέλεσμα.
Αυτή είναι η αλήθεια: στρατιωτική ήττα δεν υπήρξε, γιατί δεν υπήρξε πόλεμος. Υπήρξε προέλαση χωρίς αντίπαλο σε επίπεδο οργανωμένου στρατεύματος. Παράδειγμα: στο σημείο της εισβολής το 1964 υπήρχαν πλήρως στελεχωμένες και ετοιμοπόλεμες στρατιωτικές δυνάμεις. Ταν εντελώς αδύνατον να περάσει ακόμα και κουνούπι από την Τουρκία. Στο ίδιο ακριβώς σημείο το 1974 περίπου όλες αυτές οι οχυρώσεις ήταν άδειες! Δεν υπήρχε στρατός πια εκεί: για τους Τούρκους δεν ήταν απόβαση αλλά περίπατος. Αυτό ήταν το μέγα έγκλημα της χούντας – και ίσως όχι μόνον αυτής.
Ως προς τη δεύτερη τάση: στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ακριβώς λόγω όλων των παραπάνω, οι Ένοπλες Δυνάμεις είχαν απαξιωθεί βαθιά και σε όλα τα επίπεδα. Οχι μόνον στην ελληνική κοινωνία, ούτε απλώς στη σημασία τους για την άμυνα της χώρας. Είχαν απαξιωθεί και εσωτερικά: τα ίδια τα στελέχη τους ένιωθαν αμήχανα γι’ αυτές. Η αίσθηση της τιμής που για τους αξιωματικούς ήταν, όπως και θα έπρεπε, το Α και το Ω, είχε πλήρως απολεσθεί. Και αυτό κράτησε πάρα πολύ καιρό. Και επέδρασε εξαιρετικά αρνητικά στην εθνική άμυνα της χώρας.
Σήμερα όλα αυτά δεν υπάρχουν πια. Τα σημάδια τους έχουν σβηστεί πλήρως και οριστικά. Και εδώ ακριβώς είναι που οι Τούρκοι κάνουν το μεγάλο λάθος. Φαντάζονται ότι θα βρουν απέναντί τους τη διαλυμένη από τη χούντα Ελλάδα του ’74, ή τη φοβική και καχύποπτη για τον στρατό της Ελλάδας των επόμενων ετών. Όπως φαντάζονται ότι θα βρουν μια ελλειμματική άμυνα λόγω της πτώχευσης.
Και κάτι ακόμα: νομίζουν ότι θα βρουν μία Ελλάδα αποκομμένη από τη Δύση, όπως το 1922. Το αντίθετο: θα τη βρουν συμμαχικά τοποθετημένη περίπου όπως το 1912-13. Μα, το κυριότερο όλων είναι ότι φαντάζονται μία Ελλάδα χωρίς ηθικό, χωρίς αποφασιστικότητα. Αδυνατούν να συλλάβουν ότι τους περιμένει μία εντελώς διαφορετική Ελλάδα. Θα το αντιληφθούν, αν επιχειρήσουν όσα απειλούν. Θα εκπλαγούν. Όμως, θα είναι αργά γι’ αυτούς.
Μετά τη χούντα και την εθνική καταστροφή της Κύπρου που αυτή επέφερε, δύο τάσεις κατέστησαν κυρίαρχες για τα επόμενα πολλά χρόνια. Η μία ήταν ο φόβος της ήττας. Η άλλη ήταν η απαξίωση του στρατεύματος. Και οι δύο λογικές. Ομως, και οι δύο αφενός επιφανειακές και, αφετέρου, βλαπτικές για τη χώρα. Κυρίως, όμως, σήμερα πια ξεπερασμένες.
Ως προς την πρώτη: στην Κύπρο δεν υπήρξε ήττα με τη στρατιωτική έννοια του όρου. Υπήρξε με την εθνική, με τη διπλωματική, με την πολιτική. Αλλά όχι με τη στρατιωτική. Γιατί; Επειδή, πολύ απλά, η Ελλάδα της χούντας δεν πολέμησε. Μάλιστα, όσους αψήφησαν τις παρανοϊκές αντιφατικές εντολές της, η χούντα τους άφησε μόνους έναντι του εχθρού.
Υπάρχει εδώ και μία ακόμη αλήθεια που ουδέποτε ομολογείται: η διάλυση που ερχόταν από την Αθήνα συνέτεινε και στη διάλυση των κυπριακών σωμάτων που περίπου σκόρπισαν στο άκουσμα και μόνο του εχθρού, λόγω, πιθανώς, της ελληνικής κατάρρευσης σε επίπεδο εντολών, σχεδιασμών, αποφάσεων, υποστήριξης. Σε αυτό το περιβάλλον όσες δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ πολέμησαν μόνες και αποκομμένες κατήγαγαν νίκες, παρά το τελικό αποτέλεσμα.
Αυτή είναι η αλήθεια: στρατιωτική ήττα δεν υπήρξε, γιατί δεν υπήρξε πόλεμος. Υπήρξε προέλαση χωρίς αντίπαλο σε επίπεδο οργανωμένου στρατεύματος. Παράδειγμα: στο σημείο της εισβολής το 1964 υπήρχαν πλήρως στελεχωμένες και ετοιμοπόλεμες στρατιωτικές δυνάμεις. Ταν εντελώς αδύνατον να περάσει ακόμα και κουνούπι από την Τουρκία. Στο ίδιο ακριβώς σημείο το 1974 περίπου όλες αυτές οι οχυρώσεις ήταν άδειες! Δεν υπήρχε στρατός πια εκεί: για τους Τούρκους δεν ήταν απόβαση αλλά περίπατος. Αυτό ήταν το μέγα έγκλημα της χούντας – και ίσως όχι μόνον αυτής.
Ως προς τη δεύτερη τάση: στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ακριβώς λόγω όλων των παραπάνω, οι Ένοπλες Δυνάμεις είχαν απαξιωθεί βαθιά και σε όλα τα επίπεδα. Οχι μόνον στην ελληνική κοινωνία, ούτε απλώς στη σημασία τους για την άμυνα της χώρας. Είχαν απαξιωθεί και εσωτερικά: τα ίδια τα στελέχη τους ένιωθαν αμήχανα γι’ αυτές. Η αίσθηση της τιμής που για τους αξιωματικούς ήταν, όπως και θα έπρεπε, το Α και το Ω, είχε πλήρως απολεσθεί. Και αυτό κράτησε πάρα πολύ καιρό. Και επέδρασε εξαιρετικά αρνητικά στην εθνική άμυνα της χώρας.
Σήμερα όλα αυτά δεν υπάρχουν πια. Τα σημάδια τους έχουν σβηστεί πλήρως και οριστικά. Και εδώ ακριβώς είναι που οι Τούρκοι κάνουν το μεγάλο λάθος. Φαντάζονται ότι θα βρουν απέναντί τους τη διαλυμένη από τη χούντα Ελλάδα του ’74, ή τη φοβική και καχύποπτη για τον στρατό της Ελλάδας των επόμενων ετών. Όπως φαντάζονται ότι θα βρουν μια ελλειμματική άμυνα λόγω της πτώχευσης.
Και κάτι ακόμα: νομίζουν ότι θα βρουν μία Ελλάδα αποκομμένη από τη Δύση, όπως το 1922. Το αντίθετο: θα τη βρουν συμμαχικά τοποθετημένη περίπου όπως το 1912-13. Μα, το κυριότερο όλων είναι ότι φαντάζονται μία Ελλάδα χωρίς ηθικό, χωρίς αποφασιστικότητα. Αδυνατούν να συλλάβουν ότι τους περιμένει μία εντελώς διαφορετική Ελλάδα. Θα το αντιληφθούν, αν επιχειρήσουν όσα απειλούν. Θα εκπλαγούν. Όμως, θα είναι αργά γι’ αυτούς.
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΛΟΥΧΟΥ
ΠΗΓΗ: IN.GR
ΠΗΓΗ: IN.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου