Γραφει ο Νικολας Ακτυπης.
Πολύ πριν ανακαλυφθούν τα 5Χ5, 8Χ8 και ο μόνος… πολλαπλασιασμός που ξέραμε ήταν τα
παγωτα πύραυλοι 4Χ4, η μπάλα της αλάνας αποτελούσε το κέντρο του κόσμου. Το να πεις πως επρόκειτο για τον ακάλυπτο που μαζευόταν τα παιδιά της γειτονιάς για να ...κλωτσήσουν το τόπι είναι μια υπεραπλούστευση. Ένας χαρακτηρισμός που αδικούσε κατάφωρα τον χώρο που αποτελούσε μια πρώτη απόπειρα αυτοοργάνωσης, μακριά από τους νόμους που ίσχυαν και προσπαθούσαν να μας επιβάλλουν δάσκαλοι, γονείς και καλοθελητές. Όχι φίλε μου. Η αλάνα είχε τους δικούς της κανόνες. Δηλαδή τους δικούς μας. Και οι παρακάτω ήταν οι πιο διαδεδομένοι σ’ αυτό το ιδιότυπο… πολίτευμα των παιδικών μας χρόνων.
Το ματς δεν τελειώνει ποτέ όπως είχαμε συμφωνήσει
Το ματς δεν τελειώνει ποτέ όπως είχαμε συμφωνήσει
Κάποιες φορές, όταν θέλαμε και καλά να δώσουμε επίσημο χαρακτήρα στην κλωτσοπατινάδα μας, χρησιμοποιούσαμε χρονόμετρο. Επειδή όμως βασίλευε η καχυποψία μεταξύ των ομάδων, οι δύο αρχηγοί με ένα μικρό τελετουργικό που αφορούσε αυστηρά τους δυο τους, συγχρόνιζαν τα ρολόγια τους. Ακόμη κι έτσι, όταν η διαφορά ήταν στο γκολ, δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να συμφωνήσουν τα δύο μαραφέτια για τον χρόνο που απομένει. Άλλωστε, νόμος είναι μόνο εκείνος του ιδιοκτήτη της μπάλας. Ή μάλλον της μάνας του. Εάν ερχόταν για να μαζέψει τον κανακάρη της, αυτόματα μετατρεπόταν σε απόλυτο άρχοντα και χρονομέτρη της αναμέτρησης.
Ακόμη κι είχε οριστεί ως «τέλος» του αγώνα ο ήχος του κουδουνιού ή η στιγμή που άναβαν τα φώτα στην αλάνα, πάντα κάποιος θα φώναζε «τη φάση, τη φάση». Εννοώντας πως το παιχνίδι λήγει μόνο όταν ολοκληρωθεί η φάση. Η οποία συχνά κρατούσε όσο ένα ημίχρονο.
Κανόνας απαράβατος. Διότι κανένας δεν είχε την όρεξη να κυνηγάει την μπάλα σε ταράτσες, ποτάμια, υπονόμους ή λαγκάδια. Ανάλογα με το σημείο που είχε οριστεί ως το δικό μας «Γουέμπλεϊ», χωρίς βέβαια να πληροί ούτε μία από τις τυπικές προδιαγραφές ενός γηπέδου. Όχι φίλε μου… Στην αλάνα τα γούστα (και οι καραβολίδες) πληρώνονται. Γουστάρεις να σουτάρεις; Τράβα τώρα με σκοινιά αναρρίχησης να μαζέψεις την μπάλα! Μοναδική εξαίρεση στον κανόνα ήταν η περίπτωση του γκολ. Εάν το έγραφες, ήταν δουλειά του χοντρού του τερματοφύλακα να την μαζέψει από τα δίχτυα. Ακόμη κι αν ήταν του ψαρά που τα είχε απλώσει 200 μέτρα μακριά από το τέρμα.
Στα τρία κόρνερ πέναλτι
Από εδώ ξεκινούσαν τα πάντα στην αλάνα. Εδώ δεν υπήρχαν δοκάρια (καμιά φορά ούτε κανονική μπάλα) για τα σημαιάκια του κόρνερ θα σκάγαμε; Σε περίπτωση που το γήπεδο ήταν πραγματικά μικρό, δηλαδή ένας απλός δρόμος, το κόρνερ όδευε ολοταχώς προς κατάργηση. Όταν, όμως κάποιον αμυνόμενος την έβγαζε έξω (την μπάλα πάντα), δεν κινδύνευε από τον καταλογισμό της εσχάτης των ποινών, αλλά από ένα απλό και ρυθμικό «Α-ΔΥ-ΝΑ-ΜΙ-ΕΣ, Α-ΔΥ-ΝΑ-ΜΙ-ΕΣ», που απλά πλήγωνε τον εγωισμό του.
Έτσι πας σπίτι σου;
Κλασική ατάκα που ακουγόταν από το στόμα των μελών της αντίπαλης ομάδας και αναφέρονταν στον τύπο που μέτραγε με βήματα την απόσταση για το πού θα στηνόταν η μπάλα σε περίπτωση πέναλτι ή το τείχος, αν μιλάμε για φάουλ. Όποτε τον βόλευε, τα βηματάκια γκέισας μετατρέπονταν σε απόπειρα σπαγκάτου, με αποτέλεσμα τα 11 βήματα να είναι τελικά μια απόσταση που κυμαινόταν από αυτό που λέμε… αναπνοής, μέχρι εκείνη από τη γη στο φεγγάρι. Φυσικά, στο ερώτημα «έτσι πας σπίτι σου;» η απάντηση ήταν πάντα «ναι, έτσι»! Διάλογος που μπορούσε να συνεχίζεται ακόμη και μετά την εκτέλεση.
Η γειτονιά δεν στήριζε την προσπάθεια
Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ποδοσφαιρικές ακαδημίες και 5Χ5, η αλάνα αποτελούσε τον μοναδικό χώρο στον οποίο μπορούσε ο μέσος Έλληνας πιτσιρικάς να δείξει το ταλέντο του. Κι αντί η γειτονιά να αγκαλιάσει την προσπάθεια και να βγάλει κάνα φράγκο αύριο-μεθαύριο από τα δικαιώματα των μάνατζερ, γύριζε την πλάτη σ’ αυτή την ευκαιρία ζωής που προσέφερε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας. Το κλασικό «να φύγετε, να πάτε αλλού» ήταν η μόνη παρότρυνση που έφτανε στ’ αυτιά μας. Συχνά συνοδευόμενο από την απειλή πως ήδη έχει κληθεί η αστυνομία κι οι πολιτσμάνοι εκπονούσαν ήδη σχέδιο για το πώς θα μας περικυκλώσουν και θα μας συλλάβουν όλους.
Μέχρι εδώ φτάνει το χέρι μου
Σε μια εποχή που το Video Assistant Referee ήταν επιστημονική φαντασία ή προεκλογική δέσμευση του ΠΑΣΟΚ, στις αλάνες αποτελούσε ήδη μια πραγματικότητα. Αφορούσε κυρίως τις φάσεις που σχετίζονταν με το δομικό πρόβλημα της έλλειψης δοκαριών. Ιδιαίτερα αυτής του οριζόντιου. Η συζήτηση για το αν η μπάλα ήταν γκολ ή άουτ απαιτούσε αναγκαστικά εικονικό ριπλέι όπου ο εκτελών χρέη τερματοφύλακα πηδούσε ώστε να δείξει πως εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο να την φτάσει. Αφού γνώριζε τη χλεύη των αντιπάλων για το ύψος ή τις αλτικές του ικανότητες, η φάση γύριζε πίσω με κάποιον να προσπαθεί να προσομοιώσει την πορεία της και να αποδείξει πως ακόμη και ο ζουμπάς γκολκίπερ θα μπορούσε να την φτάσει. Ναι, ήταν από τις περιπτώσεις που ο καυγάς βρισκόταν ένα ριπλέι μακριά.
Τι είναι φάουλ;
Ως γνωστόν, ποτέ δεν βρίσκεις αστυνομικό και διαιτητή όταν πραγματικά τον χρειάζεσαι. Στο ποδόσφαιρο αλάνας ήταν απαραίτητοι, αλλά ανεπιθύμητοι και οι δύο αφού δεν συμβάδιζαν με την ασυμβίβαστη και ελεύθερη φύση μας που αργότερα θα στριμωχνόταν σε γραβάτες, ωράρια και επιδόματα ανεργίας. Η απουσία ρέφερι (εκτός των περιπτώσεων του αυτόκλητου βλαμμένου που εμφανιζόταν με μια σφυρίχτρα στο στόμα) δημιουργούσε προβλήματα σε σχέση με τους κανονισμούς. Ήταν ή όχι φάουλ; Ήταν ή δεν ήταν πέναλτι; Χμ… Εξαρτάται μου λες, εξαρτάται. Από τι; Μα φυσικά από το πόσο θεατρινίστικα θα έπεφτες σφαδάζοντας στο έδαφος μπροστά στα μάτια του έκπληκτου αμυντικού που εκείνη την ώρα έδενε τα κορδόνια του, δύο μέτρα μακριά από εσένα.
Στα ντοκιμαντέρ για την άγρια φύση τα πράγματα είναι απλά. Το κυρίαρχο αρσενικό επιβεβαιώνει τη θέση του στην αγέλη και αφού ικανοποιήσει την όρεξή του για φαγητό ή γονιμοποιήσει όλες τις θηλυκές, αφήνει τους υπόλοιπους να πάρουν μια γεύση από το ένα ή το άλλο. Στην αλάνα, ο έχων την μπάλα κάνει κουμάντο και από αυτόν ξεκινά η διαδικασία επιλογής παικτών όταν χωρίζονται οι ομάδες. Κάθεσαι εκεί και περιμένεις τη σειρά σου. Ζεις με μόνο μία ελπίδα. Να μην είσαι εσύ ο τελευταίος των τελευταίων. Εκείνο το όνομα που θα ακουστεί μόνο όταν έχουν επιλεγεί όλοι οι άλλοι. Ακόμη και το κορίτσι της παρέας. Εκείνος που θα βίωνε αυτό το μαρτύριο, πίστευε πως αυτή η κακή μοίρα θα τον ακολουθούσε για πάντα. Θα ήταν ο τελευταίος που θα έχανε την παρθενιά του και πιθανότατα θα κατέληγε να ζητάει ψιλά για τυρόπιτα στην Ομόνοια.
Ο μαλάκας της υπόθεσης
Παντού και πάντα υπάρχει ένας τέτοιος. Κι εδώ μέσα υπάρχει. Μπορεί να είναι αυτός που υπογράφει το κείμενο ή ένας από εκείνους που το διαβάζουν. Συνήθως, πάντως, ο μαλάκας της υπόθεσης ήταν μαλάκας για περισσότερους του ενός λόγους. Ήταν ο τύπος που την είχε δει Ζιντάν, δεν έδινε πάσα ούτε από το δεξί στο αριστερό του. Κανονικά ήταν τόσο άσχετος που θα έπρεπε να παίζει μόνο τέρμα, αλλά επειδή εντελώς τυχαία ήταν δική του η μπάλα νόμιζε πως μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Ζητούσε συνεχώς φάουλ, έκανε φάουλ που δεν δίνονταν, φώναζε στους συμπαίκτες, στους αντιπάλους και μανούριαζε ακόμη και με τα δοκάρια (που δεν υπήρχαν). Για τόσο μαλάκα μιλάμε.
Those were the days
Τσακωμοί, σκισμένα γόνατα, φλερτ με την ηλίαση και την αφυδάτωση. Φωνές, ίδρωτας και παγωμένα νερά. Σκασμένες μπάλες, αερόμπαλες, καραβολίδες. Σπασμένα φανάρια αμαξιών και τζάμια που γίνονταν θρύψαλα. Φιλίες που δοκιμάζονταν για ένα φάουλ ή ένα πέναλτι. Ένας κόσμος χωρίς τους κανόνες που ίσχυαν στον υπόλοιπο πλανήτη. Που κινούταν στους ρυθμούς που μπορεί να μην έβγαζαν νόημα στους υπόλοιπους, αλλά ήταν δικοί μας. Those were the days!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου